Πρόσφατη νομολογία


18 Φεβ 2021

ΣτΕ 1950/2020 Τμ.Α: Αστική ευθύνη Δήμου για τραυματισμό υπαλλήλου καθαριότητας & χρόνος προβολής ένστασης συντρέχοντος πταίσματος

Ο αναιρεσείων αμφισβητεί την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, σε γενικό και αφηρημένο επίπεδο μεταξύ των πράξεων και παραλείψεων και του ζημιογόνου αποτελέσματος που έλαβαν χώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά τα ανελέγκτως κατ' αναίρεση γενόμενα δεκτά από το δικάσαν διοικητικό εφετείο. Επομένως, τίθεται προς εξέταση το νομικό ζήτημα της εξειδίκευσης της αόριστης νομικής έννοιας της αιτιώδους συνάφειας. Προς άρση δε του απαραδέκτου της κρινόμενης αίτησης ως προς το ζήτημα αυτό, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η πλησσόμενη κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχεται σε αντίθεση με την 185/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι για τον τραυματισμό εργαζόμενου από τη χρήση εργαλείου (σφήνας) κατά την εκτέλεση της εργασίας του ευθυνόταν κατά 50% ο εργοδότης, διότι επέδειξε ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των κανόνων ασφαλείας που αφορούν την εκτέλεση της εργασίας και τη χρήση του εν λόγω εργαλείου, και κατά 50% ο εργαζόμενος διότι υφίστατο συντρέχον πταίσμα του τελευταίου. Με τα δεδομένα, όμως, αυτά η απόφαση που επικαλείται ως αντίθετη ο αναιρεσείων δεν αφορά υπόθεση με όμοια ή ουσιωδώς παρεμφερή πραγματικά περιστατικά με την υπό κρίση υπόθεση ώστε να νοείται αντίθεση μεταξύ της πιο πάνω απόφασης του ΑΠ και της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως προς την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των πράξεων ή των παραλείψεων του αναιρεσείοντος και του τραυματισμού του αναιρεσίβλητου.  Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ληπτέα υπόψη κατ' αναίρεση διαδικαστικά έγγραφα, ο αναιρεσείων δεν είχε προβάλει ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό, ότι κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας δεν δόθηκε από το δικάσαν δικαστήριο απάντηση σε ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Δήμου. Επομένως, ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης καθ' ο μέρος με αυτόν προβάλλεται το πρώτον κατ' αναίρεση νέος πραγματικός ισχυρισμός είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω, και κατά το μέρος που προβάλλεται ότι δεν δόθηκε απάντηση στον ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του αναιρεσιβλήτου, ο λόγος αυτός περί παραβίασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ. 1 περ. γ΄ του π.δ. 18/1989, πρέπει, επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν δικαστήριο δεν παρέλειψε να εξετάσει τον πιο πάνω πραγματικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος αλλά τον εξέτασε, κατέληξε όμως στην κρίση ότι ο αναιρεσίβλητος δεν τραυματίστηκε από δική του αμέλεια.  Επίσης, όπως προκύπτει από τα ληπτέα υπόψη κατ' αναίρεση διαδικαστικά έγγραφα, ο αναιρεσείων δεν είχε προβάλει παραδεκτώς ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας ισχυρισμό περί συντρέχοντος πταίσματος κατ' άρθρο 300 του ΑΚ και επομένως ορθώς δεν εξετάστηκε ο εν λόγω ισχυρισμός από το πρωτοβάθμιο και στη συνέχεια από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων είχε προβάλει με την έφεσή του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε παραλείψει να εξετάσει τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί συντρέχοντος πταίσματος του αναιρεσιβλήτου, ωστόσο, ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός είχε προβληθεί απαραδέκτως, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου το πρώτον με υπόμνημα μετά τη συζήτηση ενώπιόν του, ως εκ τούτου δε, δεν μπορούσε να προβληθεί παραδεκτώς ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Επομένως, καθ' ο μέρος με τον πιο πάνω λόγο αναίρεσης προσάπτεται στο δικάσαν δικαστήριο ότι παρέλειψε να εξετάσει τον πιο λόγο έφεσης και τον σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό, ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.  Ακολούθως, προβάλλονται λόγοι αναίρεσης με τους οποίους επιδιώκεται ο αναιρετικός έλεγχος της επάρκειας της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως προς τις παραδοχές του δικάσαντος δικαστηρίου. Ως προς αυτό το ζήτημα, όμως, το οποίο συνδέεται αποκλειστικώς με το πραγματικό της συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν νοείται ανυπαρξία νομολογίας ή αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία, ούτε άλλωστε έχει προβληθεί σχετικός ισχυρισμός. Με τα δεδομένα αυτά, οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης προβάλλονται απαραδέκτως από την άποψη της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010.  Τέλος, αν και προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο, επιδικάζοντας στον αναιρεσίβλητο το υπερβολικά υψηλό ποσό των 100.000 ευρώ, παραβίασε ευθέως την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος), διότι δεν έλαβε υπόψη την αποκλειστική υπαιτιότητα του αναιρεσιβλήτου, ο λόγος αυτός διατυπώνεται ως λόγος περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, κατ' ουσίαν όμως αποτελεί λόγο αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η μη λήψη υπόψη νόμιμου κριτηρίου κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης του άρθρου 932 του ΑΚ. Είναι δε απορριπτέος ως στηριζόμενος στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το δικάσαν δικαστήριο, κατά την εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος ήταν αποκλειστικά υπαίτιος για τον τραυματισμό του.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 1950/2020 Τμ.Α - Πλήρες κείμενο »