Πρόσφατη νομολογία


29 Νοε 2023

ΣτΕ 1934/2023 Τμ.Ε: Παραδεκτό εφέσεων επί υποθέσεων που αφορούν σε πράξεις κηρύξεως αναδάσωσης

Με την κρινόμενη έφεση ζητήθηκε η εξαφάνιση της 2374/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως της εφεσίβλητης και ακυρώθηκαν η 1060/2.7.2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, με την οποία κηρύχθηκε ως αναδασωτέα έκταση, εμβαδού 0,70467 στρέμματος, στη θέση «...» της περιφέρειας του Δήμου Γαλατσίου Αττικής, επί της οποίας η εφεσίβλητη προέβαλε δικαιώματα κυριότητας, καθώς και η 2521/4.12.2014 Δασική Απαγορευτική Διάταξη (ΔΑΔ) αναδασωτέας δασικής έκτασης του Διευθυντή Δασών Αθηνών. Εν προκειμένω, το δικάσαν δικαστήριο δεν έκρινε, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνεται με την κρινόμενη έφεση, ότι κατά νόμον απαιτείται γειτνίαση με δασικές εκτάσεις προκειμένου μια έκταση να χαρακτηρισθεί δασική κατά το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 998/1979 αλλά διατύπωσε κρίση ως προς την ύπαρξη οργανικής ενότητας της επίδικης έκτασης με τις πλησίον αυτής ευρισκόμενες εκτάσεις, στοιχείο απαραίτητο προκειμένου να υπαχθεί η έκταση στην έννοια του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 998/1978. Επομένως, με τον προβαλλόμενο έφεσης δεν τέθηκε νομικό ζήτημα αλλά αμφισβητήθηκε η αιτιολογία της κρίσης του εφετείου για την μη υπαγωγή της επίμαχης έκτασης στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 998/1978. Επομένως, επλήγη η ορθότητα, πληρότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία, μάλιστα, διατυπώθηκε κατ’ εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τον χαρακτηρισμό της επίμαχης εκτάσεως ως δασικής ή μη. Από τυχόν δε πλημμέλεια της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως, που συνδέεται με το πραγματικό της συγκεκριμένης υποθέσεως, και τυχόν εσφαλμένο χαρακτηρισμό ως προς τη φύση της εκτάσεως, δεν μπορεί να προκύψει αντίθεση ή έλλειψη νομολογίας, που να καθιστά παραδεκτούς τέτοιους λόγους εφέσεως, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως. Με τα δεδομένα αυτά, ο προβαλλόμενος λόγος κρίθηκε απορριπτέος ως απαράδεκτος. Επιπλέον, το δικάσαν δικαστήριο δεν ερμήνευσε τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 1 του ν. 998/1979 εσφαλμένως, ώστε εξ αυτής της κρίσης να τίθεται ζήτημα νομικό, αλλά διαπίστωσε αντίφαση μεταξύ των στοιχείων του φακέλου ως προς τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης εκτάσεως τα οποία προσδίδουν σε αυτήν δασική μορφή και δικαιολογούν την κήρυξή της ως αναδασωτέας. Η διαπίστωση αυτή των διαφοροποιήσεων εκ μέρους του διοικητικού εφετείου συνιστά αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου και υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου. Επομένως, ο σχετικός λόγος εφέσεως, κατ’ ουσίαν, δεν ανάγεται στην ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 117 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 38 παρ. 1 του ν. 998/1979 αλλά αναφέρεται, αποκλειστικώς, σε ζήτημα αιτιολογίας της εκκαλουμένης και της προσβληθείσης διοικητικής πράξεως συνδεόμενο με το πραγματικό της κρινόμενης υποθέσεως, καθώς και με την αξιολόγηση από το δικάσαν δικαστήριο σχετικών με το ζήτημα αυτό στοιχείων και ισχυρισμών. Με τα δεδομένα αυτά ο λόγος κρίθηκε επίσης απορριπτέος ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989. Τέλος, σχετικά με την κρίση της εκκαλουμένης αποφάσεως, δεν έγινε δεκτό, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία μάλιστα της διάταξης του άρθρου 38 παρ. 1 του ν. 998/1979 ότι ο δασικός χαρακτήρας της έκτασης απόλλυται λόγω της εκχέρσωσης αλλά διαπιστώθηκε αντίφαση μεταξύ των στοιχείων που στήριζαν την προσβληθείσα πράξη της αναδάσωσης ως προς τον χρόνο εκχέρσωσης της έκτασης, δηλαδή ενώ με την προσβληθείσα πράξη αναδάσωσης γινόταν δεκτό ότι η επίμαχη έκταση εκχερσώθηκε το 2007, στο φύλλο του προσωρινού δασικού χάρτη του έτους 2010 βεβαιώνεται ότι στις αεροφωτογραφίες πρόσφατης λήψης και στις αυτοψίες η έκταση εμφανιζόταν ως δάσος και δασική έκταση. Επομένως, και ο σχετικός λόγος εφέσεως ανάγεται, κατ’ ουσίαν, αποκλειστικώς, σε ζήτημα αιτιολογίας της εκκαλουμένης και της προσβληθείσης διοικητικής πράξεως συνδεόμενο με το πραγματικό της κρινόμενης υποθέσεως από την οποία δεν μπορεί να προκύψει αντίθεση ή έλλειψη νομολογίας, που να καθιστά παραδεκτό τέτοιο λόγο εφέσεως, κατά την έννοια της ως άνω εφαρμοστέας διατάξεως του άρθρου 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989. Με τα δεδομένα αυτά, κρίθηκε ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι δεν πληρούσαν τις τασσόμενες, με την εφαρμοστέα διάταξη του άρθρου 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, προϋποθέσεις και απορρίφθηκαν ως απαράδεκτοι.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 1934/2023 Τμ.Ε - Πλήρες κείμενο »