Πρόσφατη νομολογία


17 Φεβ 2021

ΣτΕ 167/2021 Τμ.Ε: Νομιμότητα Π.Δ. για την προστασία του Κυπαρισσιακού κόλπου

Εκ παραδρομής, το προσβαλλόμενο π.δ. δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως [ΦΕΚ Δ΄ 391/3.10.2018], συνοδευόμενο από χάρτη ο οποίος αποτύπωνε τις ρυθμίσεις του εγκαταλειφθέντος - πρώτου - σχεδίου π.δ., ως προς το χαρακτηρισμό διαφόρων περιοχών ως Προστασίας της Φύσης και Περιοχών Οικοανάπτυξης· για το λόγο αυτό, κατόπιν του εγγράφου ΥΠΕΝ/ΔΔΦΠΒ/67307/2366/5.10.2018 του Τμήματος Προστατευόμενων Περιοχών της Διεύθυνσης Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος και Βιοποικιλότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η Διεύθυνση Τοπογραφικών Εφαρμογών του Υπουργείου διαβίβασε στο Εθνικό Τυπογραφείο, με το έγγραφό της ΥΠΕΝ/ΔΤΟΠΕΦ/67322/978/9.10.2018, το ορθό διάγραμμα, το οποίο και δημοσιεύθηκε με τη μορφή της “διόρθωσης σφάλματος” στο ΦΕΚ Δ΄ 414/12.10.2018. Υπό τα δεδομένα αυτά, νομίμως τα ορθά διαγράμματα απεστάλησαν με τα προεκτεθέντα έγγραφα του Υπουργείου Περιβάλλοντος στο Εθνικό Τυπογραφείο και δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με τη διαδικασία της διόρθωσης σφάλματος, χωρίς να απαιτείται να εκδοθεί νέο π.δ. ή υπουργική απόφαση. Εξάλλου, τα διαγράμματα που είχαν θεωρηθεί “από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Τοπογραφικών Εφαρμογών με την 33789/2074/2018 πράξη του” αφορούσαν τα εσφαλμένως δημοσιευθέντα κατά την αρχική δημοσίευση στο ΦΕΚ 391/2018 και, επομένως, δεν αποτελεί πλημμέλεια του π.δ. η δημοσίευση διαγραμμάτων υπογεγραμμένων σε προγενέστερη ημερομηνία από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Βιοποικιλότητας του Υπουργείου, τα οποία ταυτίζονται προς τη ρύθμιση του προσβαλλόμενου π.δ.. Περαιτέρω, δύο Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες [ΕΠΜ], ετών 2011 και 2014, εκπονήθηκαν κατόπιν ανάθεσης στο μελετητή, αντιστοίχως, από την…. και από το Υπουργείο Περιβάλλοντος (….”), αμφότερες δε εγκρίθηκαν με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Εξάλλου, οι πράξεις ανάθεσης των ΕΠΜ σε μελετητή και έγκρισης των εκπονηθεισών μελετών αποτελούν ατομικές πράξεις, οι οποίες είναι αυτοτελώς προσβλητές από κάθε πρόσωπο που δικαιολογεί έννομο προς τούτο συμφέρον, δεν εντάσσονται σε σύνθετη διοικητική ενέργεια που καταλήγει στην έκδοση του προαναφερθέντος π.δ. και δεν ενσωματώνονται σε αυτό, η δε νομιμότητά τους δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως, επ’ ευκαιρία προσβολής του π.δ. χαρακτηρισμού. Περαιτέρω, ναι μεν με το άρθρο 6 του ν. 3937/2011 αντικαταστάθηκε το άρθρο 21 του ν. 1650/1986 και με την παρ. 6 αυτού παρεσχέθη νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής για τον καθορισμό των προδιαγραφών των ειδικών περιβαλλοντικών μελετών και των ειδικών εκθέσεων, καθώς και της διαδικασίας σύνταξης και έγκρισής τους όμως, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 4 του ν. 3937/2011, και δεδομένου ότι δεν έχει εκδοθεί, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 21 παρ. 6 του ν. 1650, ως ίσχυε, η εκεί προβλεπόμενη κανονιστική υπουργική απόφαση, εξακολουθεί να ισχύει η ΚΥΑ 69269/5387/1990, βάσει της οποίας εκπονήθηκαν τα έτη 2011 και 2014 οι ΕΠΜ των οικείων περιοχών. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι ακυρώσεως. Επιπλέον, η οδηγία 2001/42/ΕΚ σκοπεί στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας και απαιτεί τη διενέργεια περιβαλλοντικής εκτίμησης στο υψηλότερο επίπεδο του «σχεδιασμού ή προγραμματισμού». Στο πλαίσιο αυτό, η οδηγία παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια επιλογής του κατάλληλου συστήματος τέτοιας στρατηγικής εκτίμησης και προβλέπει, ως εναλλακτικές δυνατότητες, είτε την ένταξη των απαιτήσεων και ρυθμίσεών της σε υφιστάμενες διαδικασίες είτε τη θέσπιση ειδικής προς τούτο διαδικασίας. Κατά την αρχική μεταφορά της οδηγίας με την ΚΥΑ 107017/2006 ο εθνικός κανονιστικός νομοθέτης επέλεξε τη δεύτερη λύση, η επιλογή, ωστόσο, αυτή δεν απέκλειε την, κατόπιν τροποποίησης της κανονιστικής αυτής ρύθμισης, ενσωμάτωση των απαιτήσεων της οδηγίας σε υφιστάμενη διαδικασία, ως προς σχέδιο ή πρόγραμμα που θα υπέκειτο σε ΣΠΕ. Τέτοια εκτίμηση των επιπτώσεων στο αρχικό στάδιο του σχεδιασμού χωροταξικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων, και όχι επ’ ευκαιρία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης συγκεκριμένων έργων ή δραστηριοτήτων, γίνεται και με τις ΕΠΜ, βάσει της ΚΥΑ 69269/5387/24.10.1990, η οποία περιλαμβάνει, στα άρθρα 11-15, ρυθμίσεις για τον καθορισμό του περιεχομένου, τους φορείς ανάθεσης ή κατάρτισης, τον τρόπο, τη διαδικασία ανάθεσης και την παραλαβή και έγκριση της ΕΠΜ και θέτει, στον Πίνακα 4 του άρθρου 16, τις προδιαγραφές για το περιεχόμενο των ΕΠΜ. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι επιπτώσεις στο περιβάλλον και η επάρκεια των σχετικών ρυθμίσεων εκτιμώνται κατά την εκπόνηση και πριν από την έγκριση του π.δ., όπως δηλαδή επιτάσσει το άρθρο 4 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, βάσει των ΕΠΜ, οι οποίες περιγράφουν, αξιολογούν και ενσωματώνουν στο “σχέδιο” όλες τις διαθέσιμες κατά το στάδιο αυτό περιβαλλοντικές πληροφορίες και τεκμηριώνουν την ανάγκη έκδοσης των π.δ. χαρακτηρισμού προστατευόμενων περιοχών και καθορισμού ζωνών προστασίας και χρήσεων γης. Τέλος, προκειμένου να θεωρηθεί ότι το σύστημα της ΕΠΜ στοιχεί προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, πρέπει να πληρούνται και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 6 αυτής, δηλαδή, πρέπει το προκαταρκτικό σχέδιο και η περιβαλλοντική μελέτη που το συνοδεύει να τεθούν, κατά τη διαβούλευση, στη διάθεση του κοινού επί εύλογο χρονικό διάστημα, προκειμένου αυτό να δυνηθεί να εκφράσει τις απόψεις του επικαίρως, σε στάδιο πριν από την έγκριση του σχεδίου, όπως προβλέπει η εθνική νομοθεσία στην παρ. 7 του άρθρου 21 του ν. 1650/1986. Υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, η νεώτερη ΚΥΑ 40238/2017, που εντάσσει τη στρατηγική εκτίμηση του σχεδίου στην ως άνω “συντονισμένη / κοινή διαδικασία” έκδοσης των π.δ. προστασίας βάσει ΕΠΜ, κάνει χρήση της ευχέρειας που απονέμουν τα άρθρα 4 παρ. 2 και 11 παρ. 2 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ και συνάδει προς αυτήν, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Επίσης, το προσβαλλόμενο π.δ. δεν συνιστά αμιγές σχέδιο διαχείρισης, άμεσα συνδεόμενο και απαραίτητο για τη διαχείριση και προστασία της περιοχής, αλλά αποτελεί σχέδιο μικτού χαρακτήρα, το οποίο υπάγεται στην προαναφερθείσα οδηγία 2011/42/ΕΚ. Περαιτέρω, νομίμως εν προκειμένω, κατ’ εφαρμογή της ΚΥΑ 40238/28.9.2017, το προσβαλλόμενο π.δ. στηρίζεται στις εγκεκριμένες κατά τα έτη 2012 και 2014 ΕΠΜ, διότι οι περιοχές στις οποίες αφορά έχουν, κατ’ αρχήν, μελετηθεί επαρκώς από τις ΕΠΜ, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται ο επιδιωκόμενος από την ανωτέρω οδηγία σκοπός της υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας τους. Ο δε λόγος, κατά τον οποίον δεν προηγήθηκε, κατά παράβαση της ΚΥΑ 40238/28.9.2017, η διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου προκειμένου να κριθεί αν το “σχέδιο” ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά περιοχές Natura και πρέπει να υποβληθεί σε διαδικασία στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως διότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Διοίκηση απεδέχθη ότι το εν λόγω σχέδιο μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τις περιοχές Natura που περιελάμβανε και, για το λόγο αυτό, το υπήγαγε σε διαδικασία ΣΠΕ, η οποία τηρήθηκε μέσω της εκπόνησης ΕΠΜ πριν από την έκδοση του σχεδίου διατάγματος. Το δε γεγονός ότι οι ΕΠΜ είχαν εκπονηθεί πριν από την έναρξη ισχύος της ΚΥΑ 40238/28.9.2017 δεν σημαίνει, ως αβασίμως προβάλλεται, ότι αυτές εκ προοιμίου δεν καλύπτουν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, δεδομένου ότι, κατά την προφανή έννοια της εν λόγω ΚΥΑ, ο κανονιστικός νομοθέτης έκρινε ότι οι ΕΠΜ, όπως καταστρώνονται στην ΚΥΑ 69269/5387/1990, αποτελούν μελέτες πρόσφορες και επαρκείς για την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον που τυχόν προκαλούν τα π.δ. χαρακτηρισμού προστατευόμενων περιοχών Natura. Υπό την έννοια αυτή, εφόσον δηλαδή, η επιλογή της ενσωμάτωσης της στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης στις ΕΠΜ έχει γίνει σε κανονιστικό επίπεδο, είναι ομοίως άνευ σημασίας τα αναφερόμενα στο από 21.2.2018 έγγραφο της Διοίκησης που επικαλείται ο αιτών, στο οποίο πάντως γίνεται δεκτό ότι η ΚΥΑ 40238/2017 εναρμονίζεται προς την οδηγία 2011/42 και ότι, βάσει αυτής, αρκεί η εκπόνηση ΕΠΜ. Τέλος, καθ’ όσον αφορά τους λόγους, που αναφέρονται σε πλημμέλειες της διαβούλευσης ή σε μη κλήση άλλων Δήμων προς γνωμοδότηση, αυτοί προβάλλονται χωρίς έννομο συμφέρον από τον αιτούντα Δήμο Ζαχάρως, ο οποίος εκλήθη να εκφέρει τη γνώμη του επί του σχεδίου π.δ., με το υπ’ αριθμ. 13190/337/11.3.2016 έγγραφο του Τμήματος Προστατευόμενων Περιοχών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, πλην δεν γνωμοδότησε (βλ. και το από 8.10.2019 έγγραφο απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο), και παρέστη μάλιστα και ενώπιον της Επιτροπής ΦΥΣΗ 2000 και ανέπτυξε τις απόψεις του. Επομένως, όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι είναι απορριπτέοι. Περαιτέρω, το προσβαλλόμενο π.δ. χαρακτηρίζει την περιοχή του κυπαρισσιακού κόλπου κυρίως ως περιοχή προστασίας της φύσης (ΠΠΦ) και κάποια τμήματά της ως ΠΦΣ, με αποτέλεσμα η ενιαία αυτή ρύθμιση για τη συνολικώς προστατευόμενη περιοχή να εισάγεται νομίμως με π.δ., βάσει του άρθρου 21 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 1650. Επίσης, μεταξύ των περιοχών της παρ. 3 του άρθρο 18 του ν. 1650/1986, στην οποία παραπέμπει η παρ. 4 του ιδίου αρθρου, δεν περιλαμβάνονται μόνον οι περιοχές προστασίας της φύσης, αλλά και τα προστατευόμενα τοπία και στοιχεία τοπίου και οι προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί, συνεπώς, νομίμως το προσβαλλόμενο π.δ. θεσμοθετεί τέτοια ζώνη εν επαφή προς ΠΦΣ. Επιπλέον, ο χαρακτηρισμός των οικείων περιοχών ως ΠΠΦ ή ΠΦΣ από τον κανονιστικό νομοθέτη, βάσει των διαπιστώσεων της ΕΠΜ, ευρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδότησης των άρθρων 19 και 21 του ν. 1650/1986 και ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίον δεν πλήσσονται οι ανωτέρω διαπιστώσεις της ΕΠΜ, ούτε προβάλλονται ειδικές αιτιάσεις για καθεμία από τις εν λόγω υποπεριοχές, προβάλλεται αορίστως και είναι απορριπτέος. Επίσης, οι σχετικές κανονιστικές ρυθμίσεις του προσβαλλόμενου π.δ., όπως και η απαγόρευση των πλέον επιβαρυντικών για το περιβάλλον δραστηριοτήτων της περιβαλλοντικής κατηγορίας Α1 της ΥΑ 37674/10.8.2016, κείνται εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 21 του ν. 1650/1986 και τελούν σε συμφωνία προς την αρχή της αναλογικότητας, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου λόγων ακυρώσεως. Κατά τα λοιπά, απαραδέκτως πλήσσεται η ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης ως προς την αξιολόγηση των χαρακτηριστικών της περιοχής και την επιλογή του προσήκοντος κανονιστικού καθεστώτος προστασίας της, από πλευράς θέσπισης ορίου αρτιότητας και λοιπών όρων και περιορισμών. Τέλος, εφόσον το προσβαλλόμενο διάταγμα κείται εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης και οι ρυθμίσεις του δεν αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται ότι η θέσπιση της ΖΑΤ και των απαγορεύσεων στις χρήσεις γης πλήσσει τα δικαιώματα του αιτούντος Δήμου, ως ιδιοκτήτη διαφόρων εκτάσεων που εμπίπτουν στις ρυθμίσεις του π.δ., και αντίκειται στα άρθρα 17 και 106 του Συντάγματος ή 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 167/2021 Τμ.Ε - Πλήρες κείμενο »