13 Σεπ 2018
Οι προαγωγές στο βαθμό του Πρέσβεως διενεργούνται μεν κατ' απόλυτη εκλογή, απαιτείται όμως σε κάθε περίπτωση σύγκριση όλων των υπαλλήλων, ώστε να προκρίνονται οι ικανότεροι. Προκειμένου να γίνεται η σύγκριση αυτή, πρέπει να τίθενται υπόψιν του αρμόδιου Υπουργού όλα τα αναγκαία υπηρεσιακά στοιχεία των κρινομένων, όπως προκύπτουν από τους οικείους υπηρεσιακούς φακέλους. Έτσι, αν στην πρόταση του Υπουργού Εξωτερικών για την έκδοση του περί προαγωγής διατάγματος ή σε άλλα έγγραφα της Διοικήσεως, στα οποία η πρόταση παραπέμπει, δεν παρατίθενται τα ανωτέρω στοιχεία, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει ότι έγινε η απαραίτητη σύγκριση, η επιλογή είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα. Αν, πάντως, προκύπτει ότι προηγήθηκε η εν λόγω σύγκριση, τότε η επιλογή των προαγομένων γίνεται με ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως, και δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία, παρά μόνον αν υπάρχει κατάδηλη υπεροχή παραλειφθέντος υποψηφίου. Περαιτέρω, από το άρθρο 103 παρ. 4 Συντ. προκύπτει ότι η συμμετοχή του υπηρεσιακού συμβουλίου απαιτείται για τη μετάθεση, τον υποβιβασμό και την παύση των δημοσίων υπαλλήλων, όχι όμως και για την προαγωγή τους. Είναι δε αδιάφορο, αν τυχόν υπάρχει τέτοια γενική αρχή, εφόσον αυτή είναι δεσμευτική μόνον σε περίπτωση κατά την οποία ο νόμος δεν ορίζει αντιθέτως και δεν είναι δυνατό να ανατρέψει το περιεχόμενό του, η δε σχετική νομοθετική επιλογή δεν προσκρούει σε υπέρτερης ισχύος κανόνες δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, ο τρόπος επιλογής των πρέσβεων ρυθμιζόταν νομοθετικά ήδη από τον δέκατο ένατο αιώνα, ενώ η αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου για την προαγωγή στο βαθμό του πρέσβη θεσπίσθηκε το πρώτον το 1931, η άσκηση δε από τότε και στο εξής της οικείας αρμοδιότητας από το Υπουργικό Συμβούλιο οφειλόταν σε ρητή σχετική νομοθετική πρόβλεψη και όχι σε ενέργεια με πεποίθηση δικαίου συνταγματικής περιωπής, ούτως ώστε να γεννάται συνταγματικό έθιμο. Το γεγονός δε ότι ο κοινός νομοθέτης επέλεξε την άσκηση ορισμένης αρμοδιότητας από συγκεκριμένο όργανο της Διοίκησης ακόμα και για μακρό χρόνο, δεν εμποδίζει την μεταβολή της αρμοδιότητας αυτής, με την ανάθεσή της σε άλλο όργανο -εν προκειμένω τον Υπουργό Εξωτερικών-, εφόσον η επιλογή αυτή δεν είναι αντίθετη σε κανόνες δικαίου που έχουν υπέρτερη ισχύ.