18 Οκτ 2021
Με την υπό κρίση αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 1068/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, μόνιμου διπλωματικού υπαλλήλου (Πρέσβη), κατά της 3029/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, καθ’ ο μέρος με την τελευταία αυτήν έχει απορριφθεί αγωγή του αναιρεσείοντος περί αναγνωρίσεως της υποχρεώσεως του Δημοσίου να του καταβάλει, για το έτος 2010, νομιμοτόκως, το συνολικό ποσό των 4.594.033,65 γιεν Ιαπωνίας, ως διαφορά επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής και της προσαύξησης αυτού λόγω τέκνων, μετά τη μείωση των παροχών αυτών κατ’ εφαρμογή των νόμων 3833/2010 και 3845/2010, και, επικουρικώς, ως αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, για την υλική ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη εξαιτίας της μείωσης των εν λόγω παροχών. Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3833/2010 και του άρθρου τρίτου παρ. 1 του ν. 3845/2010 (αναφερομένων σε «πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά» και στα «με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα»), καθώς και από τον επιδιωκόμενο με αυτές σκοπό, που συνίστατο στην άμεση αντιμετώπιση της έκτακτης και εξαιρετικά δυσμενούς οικονομικής κατάστασης της Χώρας και στη δημοσιονομική εξυγίανσή της, οι προβλεπόμενες στις διατάξεις αυτές ποσοστιαίες μειώσεις αφορούν, αδιακρίτως, όλα τα επιδόματα και τις αποζημιώσεις και αμοιβές που χορηγούνταν στους εν ενεργεία λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου. Εξαιρούνται δε μόνον τα επιδόματα που ρητώς αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, στις ρυθμίσεις της οποίας παρέπεμψε και η παράγραφος 2 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010. Συνεπώς, στο πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων περί των ποσοστιαίων μειώσεων των αποδοχών εμπίπτει, κατά το γράμμα των διατάξεων αυτών αλλά και ενόψει του σκοπού τους, και το προβλεπόμενο στο ως άνω άρθρο 155 του ν. 3566/2007 επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής. Τούτο δε, διότι το εν λόγω επίδομα, παρά τον αποζημιωτικό του χαρακτήρα, βαρύνει, πάντως, και αυτό τον κρατικό προϋπολογισμό, καταβαλλόμενο ως πρόσθετη παροχή για την υπηρεσία του ευρισκόμενου στην αλλοδαπή υπαλλήλου, και, επιπλέον, δεν περιλαμβάνεται στα ρητώς εξαιρούμενα από το πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων επιδόματα. Ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης και του σκοπού τους, το ζήτημα της φύσης των καταβαλλόμενων επιδομάτων δεν είναι κρίσιμο για την υπαγωγή αυτών στη γενική ως άνω ρύθμιση περί μειώσεως των αποδοχών. Εξάλλου, και η προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω τέκνων, η οποία δεν αποτελεί, κατά τα προεκτεθέντα, ξεχωριστό επίδομα αλλά αναγκαίο παρακολούθημα του βασικού επιδόματος αλλοδαπής, δεν εντάσσεται ούτε αυτή στην ειδικότερη έννοια της οικογενειακής παροχής, που ρητώς εξαιρείται από τις επίμαχες μειώσεις των νόμων 3833/2010 και 3845/2010. Επίσης, ναι μεν ο ίδιος ο ν. 3833/2010 προέβλεψε περιπτώσεις καταβολής μειωμένων ποσοστών επιδόματος αλλοδαπής, με τις ρυθμίσεις, όμως, αυτές τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2685/1999 περί δαπανών μετακινήσεως των μεταβαινόντων στο εξωτερικό υπαλλήλων, όπως ίσχυαν, κατά το μέρος που αναφέρονται αυτές στην καταβολή επιδόματος αλλοδαπής, όχι στους διπλωματικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, αλλά στους μετακινούμενους στην αλλοδαπή πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους, με εντολή του Δημοσίου, για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική αποστολή ή για εκπαίδευση, επί χρονικό διάστημα άνω των τριάντα (30) ημερών. Συνεπώς, ούτε και από την ειδική αυτή μέριμνα του νομοθέτη να ρυθμίσει σχετικώς τα της καταβολής επιδόματος αλλοδαπής στους μετακινούμενους στο εξωτερικό ως άνω υπαλλήλους, επηρεάζονται οι επίμαχες διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 του ν. 3833/2010 και τρίτου παρ. 1 του ν. 3845/2010, καθ’ ο μέρος αφορούν, κατά την έννοια τους, και την περικοπή του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής των διπλωματικών υπαλλήλων. (Μειοψ.). Οι επίδικες ρυθμίσεις, καθ’ ο μέρος αφορούν το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής, δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., ούτε στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, διότι υφίσταται, καταρχήν, η απαιτούμενη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, συντρέχοντος εν προκειμένω γενικού δημοσίου συμφέροντος και στην ανάγκη προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των διπλωματικών υπαλλήλων. Το μέτρο αυτό των περικοπών, συνέβαλλε λόγω της φύσεως του, αμέσως στην περιστολή των δημοσίων δαπανών. Άλλωστε, όπως έχει κριθεί, ειδικώς υπό συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, και δεδομένου ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος του συνόλου των πολιτών, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών, συνεπαγόμενα σοβαρή, κατά το μάλλον ή ήττον, οικονομική επιβάρυνση όλων των κατηγοριών εργαζομένων, με όριο, βεβαίως, τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τούτο δε ενόψει και της καθιερωμένης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξίωσης του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης. Ενόψει αυτών, με τα δεδομένα που, κατά τον νομοθέτη, συνέτρεχαν κατά τον χρόνο θεσπίσεως των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, τα μέτρα αυτά, των ποσοστιαίων περικοπών του καταβαλλόμενου στους διπλωματικούς υπαλλήλους επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, δεν παρίστανται, καταρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωχθέντων με αυτά σκοπών, ούτε, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, μπορεί να θεωρηθούν μη αναγκαία προς τούτο. Τέλος, το συνταγματικό δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας δεν εμπεριέχει αξίωση του δημοσίου λειτουργού ή υπαλλήλου για λήψη, εις το διηνεκές, αποδοχών και εν γένει υπηρεσιακών παροχών ορισμένου ύψους και δεν αποκλείει, καταρχήν, τη διαφοροποίηση αυτών ανάλογα με τις συντρέχουσες εκάστοτε συνθήκες.