Πρόσφατη νομολογία


14 Σεπ 2020

ΣτΕ 1349/2020 Τμ.Β΄: Εφαρμογή αναδρομικής νομοθετικής διάταξης στο πλαίσιο της φορολόγησης γονικών παροχών

Ο ισχυρισμός ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. έχει εκδοθεί κατ’ εφαρμογή της παραγρ. 12 του άρθρου 1 του ν. 3815/2010, η οποία εισήγαγε αυθαίρετη – και, κατ’ επέκταση, αντισυνταγματική – ρύθμιση η ερμηνεία της οποίας δεν έχει αχθεί ενώπιον του [Συμβουλίου της Επικρατείας]», δεν είναι ικανός να θεμελιώσει το παραδεκτό (τινός εκ) των ως άνω προβαλλόμενων λόγων αναίρεσης, διότι (α) αναφέρεται στην εφαρμογή από τη φορολογική Διοίκηση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 12 του ν. 3815/2010 και σε ανυπαρξία νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για την ερμηνεία της, χωρίς να προσδιορίζει οποιοδήποτε ζήτημα ερμηνείας της διάταξης αυτής, το οποίο κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά τρόπο που αμφισβητείται ειδικώς με κάποιον από τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης, (β) η προβαλλόμενη αντισυνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 12 του ν. 3815/2010, ανάγεται σε ερμηνεία (κανόνων) του Συντάγματος και όχι της εν λόγω νομοθετικής διάταξης, (γ) ο ίδιος ισχυρισμός δεν στοιχεί με το προεκτεθέν περιεχόμενο κάποιου από τους τρεις λόγους αναίρεσης, (δ) με τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης δεν πλήττεται, κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο, οποιαδήποτε από τις ερμηνευτικές του Συντάγματος κρίσεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ούτε, άλλωστε, γίνεται αναφορά, με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, σε εμμέσως, πλην σαφώς, συναγόμενη από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (και προσβαλλόμενη με τους λόγους αναίρεσης) περαιτέρω ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 4 (παρ. 1 και 5), 17 (παρ. 1), 25 (παρ. 1) και 78 του Συντάγματος ή των συνταγματικών αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, παρά αμφισβητείται η ορθή εφαρμογή τους στη συγκεκριμένη υπόθεση και, μάλιστα, ενόψει των ιδιαίτερων δεδομένων της και (ε) σε σχέση με το σκέλος του τρίτου λόγου αναίρεσης περί παραβίασης του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, ούτε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει ερμηνεία ή μνεία της διάταξης αυτής ούτε το αναιρετήριο αναφέρεται, κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο, σε συναγόμενη από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ερμηνεία του παραπάνω άρθρου της ΕΣΔΑ, ενόψει και σχετικού ισχυρισμού που είχε προβληθεί ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 περιπτ. α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το διοικητικό δικαστήριο δεν εξετάζει αυτεπαγγέλτως ζητήματα παραβίασης της ΕΣΔΑ. Τούτων έπεται ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν, στο σύνολό τους, προεχόντως, ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989. Επικουρικά, παρατηρείται ότι οι λόγοι αυτοί είναι και αβάσιμοι, διότι (i) σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, η οποία δεν αφορά μόνον τον φόρο εισοδήματος (και συνιστά εκδήλωση της συνταγματικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, έκφανση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου), ο κοινός νομοθέτης μπορούσε, κατ’ αρχήν, να επιβάλλει/αυξήσει τον επίδικο φόρο επί περιουσίας κτηθείσας συνεπεία γονικής παροχής, που είχε λάβει χώρα πριν από την ψήφιση και δημοσίευση του νόμου (3815/2010), αλλά εντός του ίδιου οικονομικού έτους και, δη, εντός του ίδιου μηνός, (ii) η διάταξη του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ δεν αποκλείει την αναδρομική επιβολή φόρου, (iii) δεν ανακύπτει, κατ’ εξαίρεση, ζήτημα παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του φορολογουμένου, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι εκδηλώθηκε, εν προκειμένω, θετική ενέργεια αρμόδιου κρατικού οργάνου (της νομοθετικής λειτουργίας), ικανή να δημιουργήσει στον επιμελή διοικούμενο τη σταθερή και εύλογη πεποίθηση ότι η εκ μέρους του κτήση ακινήτου μέσω γονικής παροχής δεν θα μπορούσε (παρά τη διάταξη του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος) να καταληφθεί από μεταγενέστερη φορολογική νομοθετική ρύθμιση αναδρομικού χαρακτήρα και, άλλωστε, η απόσυρση από τον Υπουργό Οικονομικών της σχετικής τροπολογίας έγινε λόγω της υποβολής της σε σχέδιο νόμου άσχετο με τη φορολογία, ήτοι με αιτιολογία μη δυνάμενη, εν πάση περιπτώσει, να δημιουργήσει στον επιμελή φορολογούμενο δικαιολογημένη πεποίθηση με το ανωτέρω περιεχόμενο, (iv) ο κοινός νομοθέτης είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τον ορισμό του ακριβούς χρονικού σημείου της έναρξης ισχύος της νέας φορολογικής ρύθμισης, εντός του προβλεπόμενου από το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος χρονικού ορίου, η δε επίμαχη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 12 του ν. 3815/2010, περί ορισμού της 8.1.2010 ως ημέρας έναρξης ισχύος της νέας φορολογικής ρύθμισης, δεν μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετη [και, ως τέτοια, αντίθετη προς την αρχή της (αναλογικής) ισότητας], δεδομένου ότι, όπως σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση της διάταξης, επρόκειτο για την ημερομηνία κατάθεσης στη Βουλή της (εν συνεχεία αποσυρθείσας) τροπολογίας, με την οποία διαφυλασσόταν από την ίδια ημερομηνία η υπαγωγή των υποθέσεων γονικής παροχής και δωρεών στο νέο φορολογικό καθεστώς και (v) η επιβολή φόρων συνιστά, κατ’ αρχήν, δικαιολογημένη επέμβαση επί της περιουσίας των προσώπων, σύμφωνα και με τη σχετική ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και, στο πλαίσιο αυτό, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας/δίκαιης ισορροπίας ελέγχεται από το Δικαστήριο μόνον οριακά, ο δε αναιρεσείων ουδόλως υποστηρίζει (και, δη, κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο) ότι ο ένδικος φόρος επιβάρυνε υπέρμετρα την περιουσία του, ενόψει της αξίας αυτής.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 1349/2020 Τμ.Β - Πλήρες κείμενο »