Πρόσφατη νομολογία


18 Δεκ 2023

ΣτΕ 1330/2023 Τμ.Β: Παραγραφή αξίωσης πιστωτικού ΦΠΑ

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 355/2017 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 14740/2014 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, κατ’ αποδοχή προσφυγής της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ακυρώθηκε η αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου που περιέχεται στην από 19.5.2008 έκθεση προσωρινού ελέγχου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) της ίδιας Δ.Ο.Υ. επί του αιτήματος της ανωτέρω εταιρείας για την επιστροφή σ’ αυτήν ποσού 82.903,23 ευρώ που αφορά σε πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. της διαχειριστικής περιόδου 1.1.2004 έως 31.12.2004 και προέρχεται από τη διαχειριστική περίοδο από 1.1.2001 έως 31.12.2001. Με την αίτηση προβλήθηκε ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με την οποία η αξίωση επιστροφής του ένδικου πιστωτικού υπολοίπου δεν υπόκειται στην προβλεπόμενη στην παρ. 2 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 τριετή παραγραφή, καθώς δεν συνιστά επιστροφή ποσού που καταβλήθηκε αχρεωστήτως, αλλά στη γενική πενταετή παραγραφή της παρ. 1 του άρθρου 90 του ίδιου νόμου, που αρχίζει από την υποβολή εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α., παρίσταται εσφαλμένη. Τούτο διότι, εν προκειμένω έχει εφαρμογή η τριετής παραγραφή της παρ. 2 του άρθρου 90 του ανωτέρω νόμου, καθόσον πρόκειται για φόρο που κατέστη αχρεωστήτως καταβληθείς εκ των υστέρων, ήτοι τη στιγμή που γεννήθηκε η υποχρέωση του Δημοσίου για επιστροφή του. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του ως άνω λόγου αναιρέσεως προβλήθηκε ότι δεν υπήρχε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του κρίσιμου νομικού ζητήματος το οποίο συνίσταται στο εάν η απαίτηση επιστροφής Φ.Π.Α. που ερείδεται σε επιγενόμενο λόγο ο οποίος κατέστησε αχρεώστητη την κατ’ αρχήν νόμιμη καταβολή του φόρου αυτού υπόκειται στην τριετή και όχι στην πενταετή παραγραφή (αρχόμενη από την υποβολή της υποχρεωτικής εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α.), καθώς και ότι υπάρχει αντίθεση της αποφάσεως 3269/2001 του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκρινε ομοίως με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε πάγια προγενέστερη νομολογία του (ΣτΕ 820-822/1997, 4114/1983, 4290/1995, 2056/1989, 3091/1984), από την οποία αφίσταται αδικαιολόγητα. Ο ως άνω λόγος αναιρέσεως κρίθηκε απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την μεταγενέστερη της ασκήσεως της υπό κρίση αιτήσεως νομολογίας, η αξίωση επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α., το οποίο ήταν αδύνατο να μεταφερθεί προς έκπτωση σε επόμενη διαχειριστική περίοδο ή σε περίπτωση μεταφοράς του για έκπτωση, αυτή δεν κατέστη δυνατή, δεν υπόκειται στην τριετή παραγραφή της παρ. 2 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, αλλά στη γενική πενταετή παραγραφή της παρ. 1 του άρθρου αυτού, η οποία δεν είχε συμπληρωθεί εν προκειμένω, όπως ορθά κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου ο φόρος δεν ήταν αχρεώστητος, αφού επιβλήθηκε για πράξεις που υπόκειντο κατά το νόμο σε ΦΠΑ, (όπως έγινε δεκτό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και δεν αμφισβητήθηκε από το αναιρεσείον), χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι μεταγενεστέρως ανέκυψε υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου προς επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου του φόρου αυτού, λόγω του ότι, παρά τη μεταφορά του πιστωτικού υπολοίπου προς έκπτωση σε επόμενη διαχειριστική περίοδο, η έκπτωση δεν κατέστη δυνατή. Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 1330/2023 Τμ.Β - Πλήρες κείμενο »