31 Ιουλ 2024
O αιτών επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης του Υφυπουργού Δικαιοσύνης για την έκδοση του ιδίου, υπηκόου Τουρκίας, στις αρχές της Δημοκρατίας της Τουρκίας, η οποία (απόφαση) εκδόθηκε κατ’ επίκληση της ευρωπαϊκής σύμβασης περί εκδόσεως εγκληματιών που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 4165/1961 και έχει κυρωθεί και από την Τουρκία, καθώς και των συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενων διατάξεων των άρθρων 436 επ. του ΚΠΔ, με την από 24.11.2023 ρηματική διακοίνωση της Πρεσβείας της Τουρκίας στην Αθήνα, το από 20.11.2023, αίτημα έκδοσης της Γενικής Εισαγγελίας της πόλης Μπούρσα της Τουρκίας και τα συνημμένα σε αυτό δικαιολογητικά στην ελληνική και τουρκική γλώσσα. Το Δικαστήριο διά της νομολογίας του (ΣτΕ 3046/2017), η οποία διαμορφώθηκε υπό την ισχύ της αρχικής ρύθμισης του άρθρου 34 (περ. ε) του Ν. 4375/2016, έχει αποφανθεί ότι η υπουργική απόφαση για την έκδοση εκδίδεται νόμιμα, όταν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, αλλά η εκτέλεσή της αναστέλλεται αυτοδίκαια, δυνάμει ειδικής διάταξης νόμου, ως προς την παράδοση του αλλοδαπού στις αρχές του εκζητούντος κράτους, μέχρι να καταστεί «τελεσίδικη» η απόφαση επί του αιτήματός του για την παροχή διεθνούς προστασίας. Περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Υφυπουργού Δικαιοσύνης εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 3 της ΕΣΔΑ, 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά των βασανιστηρίων και 3ου §1 και §2 της ευρωπαϊκής συμβάσεως εκδόσεως, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 του ΔΣΑΠΔ και 19 §2 ΧΘΔ, δεδομένου ότι, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος με το σχετικό υπόμνημά του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, σε περίπτωση επιστροφής του στην Τουρκία: (α) κινδυνεύει να συλληφθεί και να υποστεί βασανιστήρια και κακομεταχείριση κατά τη διάρκεια της κράτησής του για το αδίκημα για το οποίο εκζητείται, αλλά και για το αδίκημα της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση, χωρίς να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο για την υπεράσπισή του και ενώ είναι, κατά τον ίδιο, βέβαιο ότι οι τουρκικές αρχές θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο, για να του αποσπάσουν (ψευδή) ομολογία· (β) κινδυνεύει να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ λόγω «της δραματικής επιδείνωσης της κατάστασης στις φυλακές και της στοχοποίησής (του)»· (γ) κινδυνεύει να φυλακισθεί σε συνθήκες αντίθετες προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ σε συνθήκες συνωστισμού, χωρίς πρόσβαση σε αέρα, φως, είδη και κατάλληλες συνθήκες υγιεινής, κατάλληλη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χωρίς εποπτικό μηχανισμό των συνθηκών, χωρίς διασφαλισμένη πρόσβαση στον έξω κόσμο και σε επισκέψεις συγγενών και δικηγόρου, πέραν δε τούτων πάσχει από διαβήτη και είναι εξαρτημένος από τη χορήγηση ινσουλίνης, με συνέπεια η θέση του να καθίσταται πλέον ευάλωτη. Ωστόσο, για τα ζητήματα που εξετάζονται κατά νόμο από τα αρμόδια δικαστικά όργανα και έχουν αποτελέσει αντικείμενο των σχετικών αποφάσεών τους, δεν υφίσταται υποχρέωση του Υπουργού Δικαιοσύνης να επανέλθει και να διατυπώσει αυτοτελή κρίση, ακόμη και αν σχετικοί ισχυρισμοί προβληθούν ενώπιον του από τον ενδιαφερόμενο. Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί κατάχρησης εξουσίας, επισημαίνεται ότι η στοιχειοθέτηση αυτής προϋποθέτει την έκδοση διοικητικής πράξης με σκοπό καταδήλως διάφορο του σκοπού του νόμου στον οποίο στηρίζεται η έκδοσή της, προϋπόθεση της οποίας η συνδρομή -στην κρινόμενη αίτηση- δεν αποδεικνύεται. Από τον ερμηνευτικό συνδυασμό των άρθρων 9, 31 και 46 της Οδηγίας 2013/32 και της αρχής της μη επαναπροώθησης, προκύπτει ότι οι αιτούντες διεθνή προστασία έχουν κατ’ αρχάς δικαίωμα παραμονής στο κράτος μέλος που εξετάζει την αίτησή τους, μέχρι η αρμόδια αρχή αποφανθεί κατά τη διοικητική «διαδικασία σε πρώτο βαθμό» του κεφαλαίου ΙΙΙ της Οδηγίας επί της αίτησης αυτής. Επιπρόσθετα, ορίζεται ότι η παραμονή των αιτούντων στο έδαφος της χώρας που εξετάζει το αίτημα παροχής διεθνούς προστασίας επεκτείνεται έως τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση της προβλεπόμενης προσφυγής και, εφ’ όσον αυτή ασκηθεί, έως την έκδοση απόφασης από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο. Η δε απόφαση του οργάνου αυτού αποτελεί, κατά τον ορισμό του άρθρου 2 περ. ε της Οδηγίας 2013/32, την «τελεσίδικη» απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας. Οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, των οποίων οι αποφάσεις ορίζονται ως «τελεσίδικες», αποτελούν όργανα δικαιοδοτικού χαρακτήρα, τα οποία πληρούν την έννοια του «δικαστηρίου» κατά το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό και με το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ, γνωρίσματα της οποίας αποτελούν η ίδρυση του «δικαστηρίου» με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εφαρμογή κανόνων δικαίου και η ανεξαρτησία του. Η ασκούμενη, εξ άλλου, ενώπιον των Επιτροπών αυτών προσφυγή συνεπάγεται εξέταση της υπόθεσης πλήρως και εξ υπαρχής, κατά νόμο και κατ’ ουσίαν, συμπεριλαμβανομένης της ex nunc, δηλαδή της επικαιροποιημένης εκτίμησής της, ώστε να αποτελεί «πραγματική προσφυγή» κατά το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32. Επιπλέον, η συνταγματική κατοχύρωση της προσωρινής δικαστικής προστασίας και η αρχή της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν στις αρμόδιες διοικητικές αρχές την υποχρέωση να απέχουν από τη δημιουργία νέων πραγματικών καταστάσεων, πριν το αρμόδιο δικαστικό όργανο επιληφθεί της εκδίκασης της αίτησης παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ή του αιτήματος για την έκδοση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης. Καταληκτικά, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του αιτούντος.