10 Αυγ 2023
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 1358/2021 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκαν αντίθετες εφέσεις του Ελληνικού Δημοσίου και της αναιρεσίβλητης εταιρείας κατά της 18729/2019 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή της ως άνω εταιρείας με βάση τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει νομιμοτόκως αποζημίωση για την αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας (θετικής ζημίας, που αντιστοιχεί σε δαπάνες αποκατάστασης φθορών του καταστήματός της στην οδό ... και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που η εταιρεία υπέστη λόγω της πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων των αστυνομικών οργάνων κατά τη διάρκεια επεισοδίων που έλαβαν χώρα στις 17.9.2005, στην περιοχή των Εξαρχείων. Οι διατάξεις του ν. 2800/2000 και του π.δ. 141/1991, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, αποβλέπουν, μεταξύ άλλων, και στην προστασία της περιουσίας των πολιτών. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η προστασία της περιουσίας των πολιτών από βίαια επεισόδια που εκδηλώνονται στο πλαίσιο οποιασδήποτε μορφής μαζικής κινητοποίησης πολιτών αποτελεί υποχρέωση των αστυνομικών οργάνων, η εκπλήρωση της οποίας δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρειά τους. Επομένως, αν τα αστυνομικά όργανα παραλείψουν παντελώς να επέμβουν για να προστατεύσουν την περιουσία πολίτη η οποία απειλείται υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η παράλειψή τους αυτή είναι παράνομη και, συνεπώς, συντρέχει η πρώτη απαιτούμενη για τη θεμελίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου προϋπόθεση της παρανομίας, δεν νοείται δε στην περίπτωση αυτή υπέρβαση των άκρων ορίων ή κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των αστυνομικών οργάνων, αφού πάντως τέτοια υπέρβαση των άκρων ορίων ή κακή άσκηση προϋποθέτει λογικά την άσκησή της. Διακριτική ευχέρεια διαθέτουν τα αστυνομικά όργανα μόνο ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσουν, δηλαδή ως προς την επιλογή του είδους των μέτρων που πρέπει να λάβουν προς εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρέωσης, δυνάμενα κατόπιν εκτίμησης να επιλέξουν και να εφαρμόσουν το καταλληλότερο για τη συγκεκριμένη περίπτωση επιχειρησιακό σχέδιο. Τα όρια της ανωτέρω διακριτικής ευχέρειας τίθενται από τους κανόνες δικαίου που προβλέπουν την ευχέρεια αυτή και καθορίζουν το περιεχόμενό της, καθώς και από τις γενικές αρχές του δικαίου, ο δε τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας επιλέγεται από τα αστυνομικά όργανα κατόπιν εξειδίκευσης αόριστων αξιολογικών εννοιών, τόσο νομικών (π.χ. τα «αναγκαία μέτρα» του άρθρου 130 παρ. 3 και 4 του π.δ. 141/1991) όσο και τεχνικών (π.χ. τα «σχέδια προστασίας και ασφάλειας» του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 14/2001). Υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας συντρέχει αν τα αστυνομικά όργανα, καθ’ ον χρόνο επιχειρούν προς εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρέωσής τους, λαμβάνουν μεν μέτρα για να προστατεύσουν την ιδιωτική περιουσία, τα μέτρα όμως αυτά δεν είναι τα αναγκαία και πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Στην ειδικότερη δε περίπτωση κατά την οποία τα αστυνομικά όργανα, αν και επεμβαίνουν και επιχειρούν, δεν λαμβάνουν κανένα συγκεκριμένο μέτρο για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη, η επιλογή της αποχής τους από κάθε ενέργεια ειδικώς προς το σκοπό της προστασίας του ανωτέρω αγαθού συνιστά υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειάς τους και για το λόγο αυτό είναι παράνομη. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η κρίση του διοικητικού εφετείου ότι η συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων που περιγράφεται στην απόφαση αυτή ήταν μη νόμιμη, στηρίχθηκε στις ανέλεγκτες κατ’ αναίρεση παραδοχές του ότι οι ζημιές στο κατάστημα της αναιρεσίβλητης προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια των ανωτέρω βίαιων επεισοδίων και ότι τα αστυνομικά όργανα, αν και επενέβησαν κατά τη διάρκεια των επεισοδίων αυτών, δεν έλαβαν συγκεκριμένα μέτρα για την αποτροπή των ζημίων στο κατάστημα της αναιρεσίβλητης από την επίθεση που δέχθηκε από άτομα που συμμετείχαν στα επεισόδια αυτά. Με τις παραδοχές αυτές το δικάσαν δικαστήριο νομίμως εξέφερε την κρίση ότι στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο, πάντως, δεν προσάπτονταν ειδικότερες αιτιάσεις στην κρίση αυτή, κρίθηκε απορριπτέος ως αβάσιμος. Αν δε ήθελε θεωρηθεί ότι με τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως προβαλλόταν ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της ΕΛ.ΑΣ. να προστατεύσει τα περιουσιακά αγαθά των πολιτών που απειλούνται κατά τη διάρκεια βίαιων επεισοδίων, ο λόγος θα ήταν επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι υφίσταται υποχρέωση των αστυνομικών οργάνων να παράσχουν την ανωτέρω προστασία και η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρειά τους.