Πρόσφατη νομολογία


26 Σεπ 2023

ΣτΕ 1220/2023 Τμ.Ε: Παράνομη σιωπηρή απόρριψη αίτησης ιδιοκτήτη ακινήτου για τη διατήρηση ρυμοτομικής δέσμευσης & την καταβολή σε αυτόν αποζημίωσης

Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται όχι μόνο οι διαφορές που γεννώνται από την απόρριψη αιτημάτων για την έκδοση πράξεων διαπίστωσης της αυτοδίκαιης ή υποχρεωτικής άρσης απαλλοτριώσεων, αιτημάτων, δηλαδή, που κατατείνουν στην αποδέσμευση απαλλοτριωθέντος ακινήτου, αλλά και οι διαφορές που γεννώνται από την απόρριψη αιτημάτων διατήρησης της απαλλοτρίωσης, που υποβάλλονται από τον ιδιοκτήτη, ο οποίος επιθυμεί τη διατήρηση αυτή και την καταβολή στον ίδιο της οικείας αποζημίωσης αντί της αποδέσμευσης του ακινήτου του. Δεν ασκεί δε, από την άποψη αυτή, επιρροή το γεγονός ότι η δυνατότητα υποβολής αιτήσεων διατήρησης της απαλλοτρίωσης δεν είχε προβλεφθεί στον αρχικό Κ.Α.Α.Α., που προέβλεψε την αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, αλλά αυτή παρασχέθηκε στον ιδιοκτήτη με μεταγενέστερη ειδική διάταξη, διότι, πάντως, η σχετική ρύθμιση εισήχθη στο πλέγμα διατάξεων του άρθρου 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α., είναι δε συναφής με εκείνες, ως προς τις οποίες είχε προβλεφθεί αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου από τον Κ.Α.Α.Α., όπως ίσχυε αρχικά. Εν τούτοις, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπόθεση έπρεπε να διακρατηθεί και να εκδικασθεί από το ίδιο κατ’ ανάλογη εφαρμογή του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991. Η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α., όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011 και προβλέπει ότι η αυτοδίκαιη άρση των απαλλοτριώσεων, την οποία θα επέφερε η μη συντέλεσή τους με την καταβολή της δικαστικώς ορισθείσης αποζημιώσεως εντός της οικείας συνταγματικής προθεσμίας, μπορεί να αποτραπεί με αίτηση των θιγομένων ιδιοκτητών, δεν αντίκειται στο άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ως συνέπεια της μη καταβολής την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης χωρίς να εξαιρεί τις περιπτώσεις που η διατήρησή της αποτελεί επιθυμία των ιδιοκτητών. Πράγματι, η εν λόγω συνταγματική διάταξη, η οποία, καθ’ όσον, τουλάχιστον, αφορά τις ρυμοτομικού χαρακτήρα απαλλοτριώσεις, δεν εμποδίζει τη Διοίκηση ακόμη και να τις επανεπιβάλλει μετά την αυτοδίκαιη άρση τους εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, δεν κωλύει ούτε τη διατήρησή τους κατόπιν ρητής και σαφούς αιτήσεως του ιδιοκτήτη, υποβαλλόμενης κατά την ειδική διαδικασία που προβλέπουν οι προπαρατιθέμενες διατάξεις, καθώς και η συναφής νεότερη νομοθεσία. Υπό την αντίθετη εκδοχή, η συνταγματική διάταξη του άρθρου 17 παρ. 4, η οποία αποσκοπεί στην προστασία της ιδιοκτησίας, που συνιστά ταυτοχρόνως και περιουσιακό δικαίωμα κατά το άρθρο 1 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, θα οδηγούσε εν τέλει στον περιορισμό των δικαιωμάτων αυτών, τα οποία περιλαμβάνουν και το δικαίωμα διάθεσης της ιδιοκτησίας και της περιουσίας για νόμιμους σκοπούς, όπως είναι αυτοί που συνιστούν δημόσια ωφέλεια και οδήγησαν στην επιβολή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, έστω και αν αυτή δεν συντελέστηκε ποτέ. Δεν αντέκειτο, άλλωστε, στο Σύνταγμα ούτε προηγούμενη διάταξη της νομοθεσίας περί απαλλοτριώσεων, η οποία, προ του Κ.Α.Α.Α., περιείχε ανάλογη ρύθμιση και προέβλεπε ότι η αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης που έχει ορισθεί, δεν επέρχεται εάν ο καθ’ ού ιδιοκτήτης υποβάλει αίτηση για τη διατήρησή της ενώπιον ορισμένης διοικητικής αρχής. Πράγματι, η διάταξη αυτή κρίθηκε ως σύμφωνη με το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος, περαιτέρω, όμως, θεωρήθηκε ως στενώς ερμηνευτέα και, επομένως, ως έχουσα την έννοια ότι η αυτοδικαίως επερχόμενη άρση της απαλλοτρίωσης λόγω μη συντέλεσής της εντός ενάμισι έτους από την δημοσίευση της απόφασης περί προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης αποτρέπεται μόνον στην περίπτωση που ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση υποβάλει την προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη αίτηση διατήρησης, αφού μόνον αυτή αίρει κάθε σχετική αμφιβολία ως προς την πραγματική του βούληση, η οποία δεν είναι επιτρεπτό να συνάγεται από άλλες ενέργειές του. Η ερμηνεία αυτή της εν λόγω διάταξης υιοθετήθηκε και από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος. Προκειμένου, όμως, η αίτηση διατήρησης της απαλλοτρίωσης να εξετασθεί από την αρμόδια αρχή, αυτή, πρέπει να υποβάλλεται κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, η οποία αποσκοπεί να άρει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τη βούληση του ιδιοκτήτη. Ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, οι οποίες, χωρίς να έχουν συντελεστεί νομικώς, έχουν, παρά ταύτα, υλοποιηθεί εν τοις πράγμασι με την κατάληψη των ακινήτων που αφορούν και την απόδοσή τους στην κοινοχρησία κ.λπ., με περαιτέρω, μάλιστα, συνέπεια, τον καθορισμό ρυμοτομικών και οικοδομικών γραμμών, την έκδοση οικοδομικών αδειών κ.λπ., και, επομένως η άρση τους δεν είναι, πλέον, δυνατόν να υλοποιηθεί, είναι, κατά την έννοια του άρθρου 74 του ν. 4530/2018, υποχρεωτικώς διατηρητέες εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα του ιδιοκτήτη κατά τη νόμιμη διαδικασία, ο δε Δήμος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει τη δικαστικώς ορισθείσα αποζημίωση. Στις περιπτώσεις, εξάλλου, αυτές, δεν νοείται οικονομική αδυναμία του Δήμου προς τούτο, διότι αυτή, εφόσον πράγματι συντρέχει, θα απέκλειε και την επανεπιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης και θα καθιστούσε επιβεβλημένη την άμεση κίνηση της διαδικασίας τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου κατά τρόπο ώστε να αποδίδεται το ακίνητο στον ιδιοκτήτη, θα οδηγούσε, δηλαδή, στην ανατροπή υλοποιημένου με βάση τον καταληφθέντα χώρο πολεοδομικού σχεδιασμού, την οποία, ακριβώς λόγω των ανυπολόγιστων συνεπειών της, θέλησε να αποφύγει το άρθρο 74 του ν. 4530/2018, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 118 του ν. 4819/2021. Κατά την έννοια, εξάλλου, των εν λόγω διατάξεων, η υποχρέωση του δήμου να αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη για το σύνολο της ρυμοτομηθείσης ιδιοκτησίας του είναι, καταρχήν, ανεξάρτητη από το κατά πόσον έχει ο ίδιος καταβάλει το οφειλόμενο από αυτόν τμήμα της αποζημίωσης, τούτο δε, μάλιστα, στην περίπτωση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων που έχουν αρθεί και επανεπιβληθεί, άπαξ ή κατ’ επανάληψη, έχουν δηλαδή, διατηρηθεί χωρίς να συντελεστούν επί μακρό χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να έχει υπεισέλθει μεγάλος αριθμός διαδόχων των αρχικών συνυπόχρεων με τον δήμο σε αποζημίωση ιδιωτών και η είσπραξη από αυτούς της υπολειπόμενης αποζημίωσης να έχει καταστεί για τον ιδιοκτήτη, χωρίς ευθύνη του, όλως δυσχερής. Στις περιπτώσεις αυτές, ο δήμος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής αποδοχής του αιτήματος διατήρησης, οφείλει να καταβάλει και την αποζημίωση που βαρύνει άλλους παρόδιους υπόχρεους, στρεφόμενος, εφ’ όσον συντρέχει περίπτωση, κατ’ αυτών στη συνέχεια. Η αποδοχή της από 24.7.2017 αιτήσεως του αιτούντος για τη διατήρηση της επίμαχης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας του, υποβληθείσης εντός της τασσόμενης από τον νόμο προθεσμίας, αποτελούσε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια του Δήμου Κηφισιάς, προς τον οποίο απευθύνθηκε η αίτηση αυτή, η παράλειψη της οποίας κρίθηκε ακυρωτέας. Η αίτηση ακυρώσεως έγινε δεκτή, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του εν λόγω δήμου, η δε υπόθεση παραπέμφθηκε στον Δήμο αυτό, ο οποίος κρίθηκε ότι έπρεπε να κάνει δεκτή την ως άνω από 24.7.2017 υποβληθείσα ενώπιόν του αίτηση και να προβεί το ταχύτερο στην καταβολή της αποζημίωσης προς τον αιτούντα, συμπεριλαμβανομένου και του μέρους της αποζημίωσης αυτής που βαρύνει ιδιοκτησίες τρίτων.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 1220/2023 Τμ.Ε - Πλήρες κείμενο »