22 Σεπ 2023
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 3101/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου κατά της 6939/2017 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη αυτήν απόφαση είχε γίνει δεκτή αγωγή των αναιρεσειόντων και είχε αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς νομιμοτόκως 48.995,17 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω της σιωπηρής άρνησης χορήγησης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης της κατ’ άρθρο 923 ΚΠολΔ. άδειας επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Ιταλικού Δημοσίου για ικανοποίηση αξιώσεών τους σε βάρος του, οι οποίες τους έχουν επιδικαστεί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης προβλήθηκε ότι, όσον αφορά το προκριματικό νομικό ζήτημα που τίθεται με τους λόγους αναιρέσεως, δηλαδή της δυνατότητας παρεμπίπτοντος ελέγχου της νομιμότητας ζημιογόνου κυβερνητικής πράξης, οι ερμηνευτικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αντίκεινται προς τα κριθέντα με τη 1501/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όσον αφορά δε το τιθέμενο από τους λόγους αναιρέσεως νομικό ζήτημα των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν ώστε να ευδοκιμήσει αγωγική αξίωση αποζημίωσης με νομική βάση την παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος για ζημία προκληθείσα από την έκδοση τέτοιας πράξης και, ειδικότερα, εάν απαιτείται ως τέτοια προϋπόθεση η ύπαρξη σπουδαίας και ιδιαίτερης βλάβης του ζημιωθέντος και ποια είναι η ερμηνευτική οριοθέτηση της εν λόγω προϋπόθεσης, προβλήθηκε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός, κατά το μέρος μεν που αναφέρεται σε αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς τη 1501/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε από το ΣτΕ αλυσιτελής. Κατά το μέρος όμως που με τον ως άνω ισχυρισμό προβλήθηκε έλλειψη νομολογίας του Δικαστηρίου, ο ισχυρισμός αυτός κρίθηκε βάσιμος. Και τούτο διότι, πράγματι, για το ως άνω τιθέμενο με τους λόγους αναιρέσεως κρίσιμο εν προκειμένω νομικό ζήτημα εάν μπορεί να θεμελιωθεί αξίωση προς αποζημίωση για πρόκληση ζημίας από κυβερνητικές πράξεις με νομική βάση την παράγραφο 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος και, σε καταφατική περίπτωση, των προϋποθέσεων υπό τις οποίες θεμελιώνεται τέτοια αξίωση δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Πράξεις όπως εν προκειμένω η άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει άδεια επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του Ιταλικού Δημοσίου, με τις οποίες ενεργείται στάθμιση των επιπτώσεων στις διεθνείς σχέσεις της Χώρας από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και, ως εκ τούτου, έχουν τον χαρακτήρα κυβερνητικής πράξης κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, που εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου του Συμβουλίου της Επικρατείας. Περαιτέρω, σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας εξαιτίας τέτοιας πράξης, ο ζημιωθείς έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του με αγωγή ασκούμενη κατ’ επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος υπό τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, δηλαδή να έχει υποστεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, δηλαδή σε τέτοιο βαθμό που υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημόσιου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει η ως άνω διάταξη του άρθρου 923 ΚΠολΔ. και ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή των δυσμενών επιπτώσεων που μπορεί να έχει η λήψη αναγκαστικών μέτρων σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου στις ομαλές σχέσεις της Χώρας με το κατά περίπτωση κράτος. Περαιτέρω, τέτοια βλάβη νοείται μόνο η αποδεδειγμένα προκληθείσα εξ αυτής ταύτης της άρνησης χορήγησης άδειας εκτέλεσης κατά του αλλοδαπού δημοσίου και στο μέτρο που προκλήθηκε. Επίσης, απαραίτητη προϋπόθεση για τη γέννηση αποζημιωτικής αξίωσης του διοικουμένου έναντι του ελληνικού δημοσίου για την αποκατάσταση της προκληθείσας από την άρνηση χορήγησης της αιτηθείσας άδειας ζημίας αποτελεί η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της άρνησης αυτής και της προκληθείσας ζημίας, ο οποίος δεν υφίσταται, εκτός των άλλων, σε περίπτωση που, ενόψει της τυχόν έλλειψης στην ημεδαπή περιουσιακών στοιχείων του αλλοδαπού δημοσίου υποκείμενων σε αναγκαστική εκτέλεση, δεν θα μπορούσε να εκτελεστεί η απόφαση ακόμα και αν χορηγούνταν η αιτηθείσα άδεια. Σε κάθε δε περίπτωση, το βάρος επίκλησης και απόδειξης της προκληθείσας ζημίας και του ύψους αυτής, καθώς και των λοιπών προϋποθέσεων γέννησης της αποζημιωτικής αξίωσης έναντι του ελληνικού δημοσίου από την παραπάνω αιτία φέρεται από τον ζημιωθέντα. Μόνη, όμως, αφηρημένα, η δυνατότητα του τελευταίου να επιδιώξει την εκτέλεση της εκδοθείσας στην ημεδαπή απόφασης στο κράτος το οποίο αυτή αφορά με βάση τους υφιστάμενους σχετικώς διεθνείς κανόνες και, στην ειδικότερη περίπτωση που πρόκειται για κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αναγνώριση και κήρυξη εκτελεστής της απόφασης στο κράτος αυτό κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού 44/2001 ή με έκδοση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού 805/2004 δεν αποκλείει τον χαρακτήρα της τυχόν προκαλούμενης βλάβης ως ιδιαίτερης και σπουδαίας. Και τούτο γιατί, ακόμη και αν, ενόψει του υφιστάμενου στο αλλοδαπό κράτος δικονομικού καθεστώτος εκτέλεσης είναι δυνατή η εκτέλεση αυτή στο εν λόγω κράτος, δεν αποκλείεται η προκαλούμενη στη συγκεκριμένη περίπτωση βλάβη του διοικουμένου από την υποχρέωσή του να προσφύγει σε αλλοδαπή έννομη τάξη για την ικανοποίηση της αξίωσής του να υπερβαίνει, ενόψει των ακολουθητέων εκεί διαδικασιών και του κόστους αυτών, καθώς επίσης και του απαιτούμενου προς ολοκλήρωσή τους χρόνου, τα κατά το Σύνταγμα ανεκτά όρια ζημίας που μπορεί να αξιωθούν από τον συγκεκριμένο διοικούμενο, με συνέπεια να τίθεται ζήτημα παραβίασης της συνταγματικής αρχής της ισότητας από την επίρριψη του συνόλου της βλάβης αυτής στον συγκεκριμένο διοικούμενο, προς εξυπηρέτηση του σκοπού δημόσιου συμφέροντος που επιδιώκεται με την άρνηση χορήγησης της αιτηθείσας από αυτόν άδειας. Με τα δεδομένα αυτά, η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση του αναιρεσιβλήτου δεν αιτιολογείται νομίμως. Το Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση, λόγω σπουδαιότητας, στην επταμελή σύνθεση του Α΄ Τμήματος.