Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr

Πρόσφατη νομολογία


 

17 Μαρ 2023

ΕΔΔΑ της 14.3.2023, Γεωργίου κατά Ελλάδας (57378/18): Παραβίαση δίκαιης δίκης & αίτημα ΕΔΔΑ για επανάληψη διαδικασίας

Ο προσφεύγων, Ανδρέας Γεωργίου, είναι Έλληνας υπήκοος που γεννήθηκε το 1960 και ζει στο Darnestown (Maryland, Ηνωμένες Πολιτείες). Διετέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) κατά τη διάρκεια των ετών 2010-2015. Ο προσφεύγων  κατηγορήθηκε για παράβαση καθήκοντος που προέκυψε από την υποτιθέμενη κατοχή θέσης στο Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ενώ ήταν στην ΕΛΣΤΑΤ, μη πραγματοποίηση συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου επί δέκα μήνες και δημοσιοποίηση εθνικών δημοσιονομικών πληροφοριών χωρίς τη συγκατάθεση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΛΣΤΑΤ. Αν και αθωώθηκε σε πρώτο βαθμό, το 2017 καταδικάστηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από έφεση που άσκησε ο Εισαγγελέας, για την τρίτη από αυτές τις κατηγορίες και κρίθηκε αθώος για τις υπόλοιπες. Η υπόθεση αφορά έφεση επί νομικών ζητημάτων που άσκησε ο κ. Γεωργίου στο Ακυρωτικό Δικαστήριο μετά την εν λόγω καταδίκη. Εν συνεχεία, ασκήθηκε  αναίρεση, η οποία εκδικάστηκε στις 16 Μαρτίου 2018.   Στο υπόμνημα που κατέθεσε ο προσφεύγων στις 21 Μαρτίου 2018 στον Άρειο Πάγο,  υπέβαλε αίτημα για να καταθέσει το Ανώτατο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ενώπιον του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την Αναίρεση με την με αριθμ. 977/2018 απόφασή του. Στην απόφαση αυτή, δεν έγινε οιαδήποτε αναφορά στο παραπάνω αίτημα του προσφεύγοντος, ούτε η απόφαση του ΑΠ ανέφερε το κατατεθέν υπόμνημα. Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο προσφεύγων καταγγέλλει ότι ο Άρειος Πάγος  απέρριψε το αίτημά του για προδικαστική παραπομπή νομικού ζητήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς καμία αιτιολογία. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι, σε αντίθεση προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο Άρειος Πάγος  δεν είχε εξετάσει το αίτημά του για προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ. Ο Άρειος Πάγος όχι μόνο δεν είχε εξετάσει τα σχετικά κριτήρια ούτε είχε αιτιολογήσει την άρνησή του να υποβάλει προδικαστική παραπομπή, αλλά δεν είχε καν αναφέρει το αίτημα του προσφεύγοντος. Επιπλέον, δεν ανέφερε καν το υπόμνημα του προσφεύγοντος στο οποίο είχε υποβληθεί το αίτημα αυτό. Στο υπόμνημα αυτό, ο προσφεύγων είχε εξηγήσει ποια ήταν η ορθή ερμηνεία της αρχής 1.4, είχε παράσχει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την έννοια της εν λόγω αρχής προς υποστήριξη της ερμηνείας του και είχε ζητήσει από τον Άρειο Πάγο, αν εξακολουθούσε να έχει αμφιβολίες ως προς την ορθή ερμηνεία, να ζητήσει προδικαστική απόφαση. Κατά την άποψη του προσφεύγοντος, το αίτημα του υπομνήματος ήταν σαφές και δεν εξαρτιόταν από το αν ο Άρειος Πάγος  είχε αμφιβολίες ως προς την έννοια της σχετικής διάταξης. Ο προσφεύγων πρόσθεσε ότι η αρχή της ανεξαρτησίας του προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ είχε θεμελιώδη σημασία για την αξιοπιστία των εθνικών στατιστικών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Η παράλειψη του Αρείου Πάγου να εξετάσει αυτό το κρίσιμο ζήτημα σήμαινε ότι το θεμελιώδες επαγγελματικό καθήκον του προσφεύγοντος ως προέδρου δεν είχε ληφθεί δεόντως υπόψη. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι από τη διατύπωση του αιτήματος προδικαστικής παραπομπής προκύπτει ότι ο προσφεύγων έθεσε ένα ζήτημα που θα έπρεπε να εξεταστεί μόνο αν ο Άρειος Πάγος  είχε αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία της αρχής 1.4 του Κώδικα Πρακτικής των Ευρωπαϊκών Στατιστικών. Κατά την άποψη της Κυβέρνησης, το περιεχόμενο της απόφασης του Αρείου Πάγου έδειξε ότι η απόφαση των εθνικών δικαστηρίων δεν μπορούσε να θεωρηθεί αυθαίρετη, εντελώς παράλογη, αντιφατική ή ασυνάρτητη, και έτσι δεν προέκυπτε ζήτημα βάσει του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Δεν ήταν απαραίτητο ο Άρειος Πάγος  να δώσει λεπτομερή απάντηση. Επιπλέον, είχε συμπεριλάβει στην απόφασή του τις κρίσιμες λεπτομερείς εκτιμήσεις του δικαστηρίου που ασχολήθηκε με την ουσία της υπόθεσης. Επομένως, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν δώσει τη δέουσα προσοχή, είχαν λάβει υπόψη τους όλους τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας και τους είχαν αξιολογήσει, και είχαν παράσχει επαρκή αιτιολογία, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ. Όσον αφορά ειδικότερα την απόρριψη του αιτήματος προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι ήταν σαφές ότι ο Άρειος Πάγος  δεν είχε καμία αμφιβολία ως προς την ερμηνεία και το νόημα των εφαρμοζόμενων διατάξεων, «η οποία δεν αναιρείται από μια ενδεχομένως διαφορετική ερμηνεία που προτείνει ο προσφεύγων». Οι διατάξεις, συμπεριλαμβανομένης της αρχής 1.4 του Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τις Ευρωπαϊκές Στατιστικές, ήταν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τόσο του Αρείου Πάγου όσο και του Εφετείου, επαρκώς σαφείς και, ως εκ τούτου, δεν ήταν απαραίτητη η προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ για να καταλήξουν τα εθνικά δικαστήρια στην τελική τους απόφαση. Μια ερμηνεία από το ΔΕΕ των λέξεων «η αποκλειστική ευθύνη» στην αρχή 1.4 του Κώδικα Πρακτικής των Ευρωπαϊκών Στατιστικών, ανεξάρτητα από την τυπική ισχύ του Κώδικα, δεν θα συνέβαλε ουσιαστικά στην αξιολόγηση των λόγων έφεσης από τον ο Άρειο Πάγο. Ως εκ τούτου, ένα αίτημα προδικαστικής απόφασης, ακόμη και αν θεωρούνταν παραδεκτό από το ΔΕΕ, δεν θα επηρέαζε αποφασιστικά την έκβαση της υπόθεσης. Η Κυβέρνηση υποστήριξε περαιτέρω ότι σε κάθε περίπτωση θα εναπόκειτο στο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει το δίκαιο της ΕΕ μετά την έκδοση της προδικαστικής απόφασης, η οποία δεν θα επηρέαζε αποφασιστικά την έκβαση της υπόθεσης. Εν πάση περιπτώσει, στην προκειμένη περίπτωση, τα εθνικά δικαστήρια δεν έκριναν αναγκαία την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Όσον αφορά τις γενικές αρχές που διέπουν την εφαρμογή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ σε υποθέσεις που εγείρουν ζητήματα παρόμοια με εκείνα που πρέπει να εξεταστούν στην υπό κρίση υπόθεση, το ΕΔΔΑ παρέπεμψε στη σχετική νομολογία του. Στην υπόθεση Vergauwen κ.λπ. κατά Βελγίου ((dec.), αριθ. 4832/04, §§ 89-90, 10 Απριλίου 2012), το Δικαστήριο καθόρισε τις ακόλουθες αρχές: α) Το άρθρο 6 § 1 επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση να αιτιολογούν, υπό το πρίσμα του εφαρμοστέου δικαίου, τις αποφάσεις με τις οποίες αρνούνται να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα, β) όταν στο πλαίσιο αυτό προβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμός περί παραβάσεως του άρθρου 6 § 1, το καθήκον του συνίσταται στο να διασφαλίσει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περί απορρίψεως της παραπομπής συνοδεύεται δεόντως από την αιτιολογία αυτή,γ) μολονότι εναπόκειται στο Δικαστήριο να διενεργεί τον έλεγχο αυτό με αυστηρότητα, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάζει τυχόν σφάλματα που ενδεχομένως υπέπεσαν τα εθνικά δικαστήρια κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή του σχετικού δικαίου, δ) στο ειδικότερο πλαίσιο του άρθρου 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), αυτό σημαίνει ότι τα εθνικά δικαστήρια, κατά των αποφάσεων των οποίων δεν υπάρχει ένδικο μέσο κατά το εθνικό δίκαιο, υποχρεούνται να αιτιολογούν την άρνηση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ για την ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ, υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων που προβλέπει η νομολογία του ΔΕΕ. Συνεπώς, πρέπει να αιτιολογήσουν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι το ερώτημα δεν είναι συναφές ή ότι η επίμαχη διάταξη του δικαίου της ΕΕ έχει ήδη ερμηνευθεί από το ΔΕΕ ή ακόμη ότι η ορθή εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ είναι τόσο προφανής που δεν αφήνει περιθώρια εύλογης αμφιβολίας. Στην παρούσα υπόθεση, ο προσφεύγων ζήτησε από τον Άρειο Πάγο με το υπόμνημά του της 21ης Μαρτίου 2018 να ζητήσει από το ΔΕΕ να εκδώσει προδικαστική απόφαση σχετικά με την πραγματική ερμηνεία  της αρχής 1.4 του Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τις ευρωπαϊκές στατιστικές. Η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, ο Άρειος Πάγος ήταν υποχρεωμένος να αιτιολογήσει την άρνησή του να ζητήσει από το ΔΕΕ την έκδοση προδικαστικής απόφασης. Η απόφαση του Αρείου Πάγου της 7ης Ιουνίου 2018 δεν περιέχει ούτε αναφορά στο αίτημα που υπέβαλε ο προσφεύγων ούτε αιτιολογία για την οποία θεωρήθηκε ότι το αίτημα που έθεσε ο ίδιος δεν άξιζε να υποβληθεί στο ΔΕΕ. Τούτων δοθέντων, από το περιεχόμενο και το σκεπτικό της απόφασης αριθ. 977/2018 του Αρείου Πάγου δεν μπορεί να διαπιστωθεί αν το αίτημα θεωρήθηκε άσχετο, αν θεωρήθηκε ότι αφορούσε διάταξη που ήταν σαφής ή είχε ήδη ερμηνευθεί από το ΔΕΕ ή αν απλώς αγνοήθηκε. Όσον αφορά το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων είχε ζητήσει προδικαστική παραπομπή μόνο για την περίπτωση που ο Άρειος Πάγος είχε αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία των εφαρμοστέων αρχών, το ΕΔΔΑ επισημαίνει ότι αυτό δεν μπορεί να επηρεάσει το συμπέρασμά του, δεδομένου ότι ο Άρειος Πάγος δεν αιτιολόγησε την απόρριψη του αιτήματος αυτού. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αίτημα για ηθική βλάβη ή έξοδα. Υποστήριξε ότι αυτό που ήταν σημαντικό για τον ίδιο ήταν να επαναληφθεί η διαδικασία στα εθνικά δικαστήρια. Έτσι, το ΕΔΔΑ δεν επιδίκασε αποζημίωση και ζήτησε από την Ελλάδα να διασφαλιστεί η επανάληψη της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου, εφόσον ζητηθεί, η οποία συνιστά κατάλληλη αποζημίωση για την παραβίαση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος.

Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα αγγλικά είναι διαθέσιμο εδώ.