Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr

Πρόσφατη νομολογία


 

18 Μαΐ 2022

ΤρΔΕφΠειρ Α1182/2021: Διαφορές από εκτέλεση δημόσιου έργου

Με την υπό κρίση αγωγή, η οποία εισήχθη προς συζήτηση μετά τη ματαίωση της κατ’ άρθρο 126Β του Κ.Δ.Δ. ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας να του καταβάλει, με βάση τη μεταξύ τους σύμβαση έργου, άλλως επικουρικά, σε περίπτωση ακυρότητας αυτής, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, το συνολικό ποσό των 31.016,71 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της παράδοσης του εκτελεσθέντος έργου, δηλαδή από την 1η.12.2012, άλλως από την επομένη της επίδοσης στην εναγόμενη Περιφέρεια της, απευθυνομένης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας, από 8.11.2017 αγωγής του, και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Μετά τη θέση σε ισχύ, από 13.10.2017, του ν. 4491/2017, οι διαφορές που ανακύπτουν από την εκτέλεση δημοσίου έργου, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, έστω και αν οι αξιώσεις θεμελιώνονται στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου της περιφέρειας όπου εκτελείται το δημόσιο έργο, ακόμη και αν ανακύπτουν από συμβάσεις έργων που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016. Το ένδικο βοήθημα το ασκούμενο επί διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση συμβάσεως δημοσίου έργου πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3481/2006 ήταν εκείνο της προσφυγής, στην οποία, όμως, μπορούσε να σωρευθεί και αίτημα καταψηφίσεως ή αναγνωρίσεως της σχετικής χρηματικής αξιώσεως, όπως γινόταν δεκτό και υπό το προγενέστερο του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας νομοθετικό καθεστώς. Κατά συνέπεια, ο ανάδοχος δημοσίου έργου μπορούσε να ικανοποιήσει τις διάφορες απαιτήσεις του, κατά κανόνα, με την κατά τα άρθρα 2 παρ. 1 και 7 παρ. 2 του ν. 1406/1983 προσφυγή κατά της πράξεως της Διοικήσεως, η οποία ήταν βλαπτική για τα συμφέροντά του, μετά την τήρηση της προβλεπομένης ενδικοφανούς διαδικασίας, ακόμη και όταν ο ανάδοχος επεδίωκε την ανόρθωση της προξενηθείσης σ’ αυτόν ζημίας από πράξεις ή παραλείψεις του κυρίου του έργου κατά την εκτέλεση της οικείας συμβάσεως, διότι και οι αξιώσεις αυτές του αναδόχου κατά του κυρίου του έργου πηγάζουν από τη σύμβαση και δεν συνιστούν περιπτώσεις αποζημιώσεως κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα ή άλλης αποζημιώσεως κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 1406/1983. Κατ’ εξαίρεση, ήταν επιτρεπτή και η άσκηση ευθείας αγωγής αποζημιώσεως, εκδικαζομένης σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο, επί διαφοράς από την εκτέλεση δημοσίου έργου, εφόσον είχε ήδη αναγνωρισθεί η αξίωση του αναδόχου και επιδίωκε πλέον αυτός την ικανοποίησή της. Η άσκηση, δηλαδή, αγωγής ήταν επιτρεπτή, όταν δεν επρόκειτο περί βλαπτικής για τον ανάδοχο πράξεως της Διοικήσεως, αλλά, αντίθετα, περί πράξεως της οποίας αυτός επεδίωκε την υλοποίηση, όπως επί πράξεως της Διευθύνουσας Υπηρεσίας περί εγκρίσεως του τελικού ή ενδιάμεσου λογαριασμού του έργου, η οποία αποτελούσε την πιστοποίηση για την πληρωμή του, οπότε, στην περίπτωση που, παρά την έγκριση του λογαριασμού, η Διοίκηση, στη συνέχεια, αρνείτο να ικανοποιήσει την σχετική απαίτησή του, το ένδικο μέσο με το οποίο ο ανάδοχος μπορούσε να διεκδικήσει δικαστικά την απαίτησή του ήταν η κατ’ άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 1406/1983 ευθεία αγωγή για αποζημίωσή του, η οποία εκδικαζόταν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο και για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείτο η προηγούμενη τήρηση ενδικοφανούς διαδικασίας. Η νεότερη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 περ. α΄ του ν. 3481/2006 δεν είχε ως σκοπό να μεταβάλει την ανωτέρω ερμηνεία, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, το οποίο δεν προέβλεπε ρητώς το ένδικο βοήθημα της αγωγής προς ικανοποίηση απαιτήσεων από σύμβαση, αλλά να ενσωματώσει στη νομοθεσία τη λύση που είχε γίνει δεκτή νομολογιακώς. Συνεπώς, και υπό την ισχύ της ως άνω νεότερης διατάξεως, ο ανάδοχος μπορεί να επιδιώξει με αγωγή μόνον την ικανοποίηση απαιτήσεώς του, η οποία έχει ήδη αναγνωρισθεί με πράξη της Διοικήσεως, για την άσκηση δε της αγωγής δεν απαιτείται η προηγούμενη τήρηση ενδικοφανούς διαδικασίας, κατά τη ρητή διάταξη του εδ. β΄ της ίδιας ως άνω παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3481/2006. Επομένως, υπό την ισχύ της διατάξεως του εδ. α΄ της εν λόγω παρ. 3, όπως και υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, στην περίπτωση βλαπτικής για τον ανάδοχο πράξεως της Διοικήσεως δεν μπορεί αυτός να επιδιώξει την ικανοποίησή του, εναλλακτικά, είτε με την άσκηση προσφυγής προς ακύρωση ή τροποποίηση της εν λόγω πράξεως είτε με την άσκηση αγωγής για την καταψήφιση ή την αναγνώριση της χρηματικής αξιώσεως, την ικανοποίηση της οποίας αρνείται η Διοίκηση με την πράξη αυτή, αλλά μόνον με την άσκηση προσφυγής. Τα αυτά πρέπει να γίνουν δεκτά, για την ταυτότητα του λόγου, και υπό την ισχύ της διατάξεως του άρθρου 77 του (κωδικοποιητικού) ν. 3669/2008. Περαιτέρω, ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να κατασκευάσει το έργο κατά τους όρους της σύμβασης και τις σύμφωνες προς αυτή και το νόμο έγγραφες εντολές του φορέα κατασκευής του έργου, ότι το έργο εκτελείται σύμφωνα με τη σύμβαση και τα τεύχη και σχέδια που τη συνοδεύουν, ότι ο ανάδοχος έχει την υποχρέωση να τηρεί με ακρίβεια τη διάταξη και τις διαστάσεις των διαφόρων μερών του έργου όπως προκύπτουν από τα εγκεκριμένα σχέδια ή άλλα στοιχεία της μελέτης, ότι δεν δικαιούται αποζημίωση ή αύξηση τιμών για μεταβολές στα έργα, τα οποία έγιναν χωρίς έγγραφη διαταγή, έστω και αν αυτές βελτιώνουν το έργο, ενώ, σε επείγουσες περιπτώσεις, η διαταγή για τροποποιήσεις ή συμπληρώσεις δίδεται προφορικώς στον τόπο των έργων και καταχωρίζεται στο ημερολόγιο και ότι οσάκις παρίσταται ανάγκη εκτελέσεως συμπληρωματικών εργασιών, δηλαδή, εργασιών οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο ανατεθέν με την αρχική σύμβαση έργο ή στην πρώτη συναφθείσα σύμβαση και οι οποίες κατέστησαν αναγκαίες κατά την εκτέλεση του έργου λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, για την εκτέλεση αυτών απαιτείται η σύναψη ιδιαίτερης, συμπληρωματικής συμβάσεως με τον ανάδοχο του έργου. Προηγείται η σύνταξη εκ μέρους της Διευθύνουσας Υπηρεσίας του έργου Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών (Α.Π.Ε.), ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως, όπως τις προς εκτέλεση εργασίες, τις τιμές μονάδας των εργασιών, τα μεγέθη των ποσοτήτων κ.λπ., καθώς και Πρωτοκόλλου Κανονισμού Τιμών Μονάδας Νέων Εργασιών (Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε.) στην περίπτωση που στον Α.Π.Ε. περιλαμβάνονται και εργασίες για τις οποίες δεν υπάρχουν τιμές μονάδας, και ακολούθως υπογράφεται η σύμβαση αναθέσεως των συμπληρωματικών αυτών εργασιών μετά από διαπραγματεύσεις με τον ανάδοχο του έργου και αφού ληφθεί και η γνώμη του οικείου τεχνικού συμβουλίου. Περαιτέρω, η διαδικασία αυτή πρέπει να ακολουθείται και για εργασίες που έχουν ήδη εκτελεσθεί από τον ανάδοχο, χωρίς έγγραφη εντολή του κυρίου του έργου, αλλά κρίνονται αναγκαίες και νομιμοποιούνται, με εκ των υστέρων έγκριση αυτών από τον κύριο του έργου, διότι και στην περίπτωση αυτή, για τον καθορισμό του ανταλλάγματος, απαιτείται η τήρηση της ως άνω διαδικασίας καταρτίσεως Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών (Α.Π.Ε.) και Πρωτοκόλλου Κανονισμού Τιμών Μονάδας Νέων Εργασιών (Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε.), ενώ για την πληρωμή απαιτείται η διενέργεια επιμετρήσεως και η έγκριση του σχετικού λογαριασμού, ο οποίος αποτελεί την προς τούτο απαιτούμενη πιστοποίηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 52 και 53 του ν. 3669/2008. Δεν επιτρέπεται δε στο διοικητικό εφετείο να προβεί αυτό, για πρώτη φορά, σε κρίση περί του ποσού το οποίο οφείλεται στον προσφεύγοντα ή ενάγοντα ανάδοχο για τις εκτελεσθείσες εργασίες. Εξάλλου, στην περίπτωση αυτή, που ο ανάδοχος εκτελέσει εργασίες μη προβλεπόμενες από τη σύμβαση, κατά ποσότητα ή είδος, δεν δικαιούται ούτε αποδόσεως της ωφέλειας του λήπτη με βάση τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι για τις υπερσυμβατικές εργασίες που, κατά τους ισχυρισμούς του, ο ενάγων εκτέλεσε συντάχθηκε και εγκρίθηκε Α.Π.Ε. και ενδεχομένως Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε. ούτε ότι το αιτούμενο ποσό εργολαβικής αμοιβής περιλήφθηκε σε πιστοποιηθέντα αρμοδίως λογαριασμό. Συνεπώς, εφόσον οι απαιτήσεις του ενάγοντος από τις εν λόγω υπερσυμβατικές εργασίες δεν είναι εκκαθαρισμένες, η ικανοποίηση αυτών δεν μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή, αλλά μόνο με προσφυγή, μετά την τήρηση της προβλεπόμενης διοικητικής διαδικασίας (κατάρτιση και έγκριση από την αρμόδια υπηρεσία Α.Π.Ε. και Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε, τήρηση ενδικοφανούς διαδικασίας κατά πράξεων ή παραλείψεων της αρμόδιας Αρχής), κατά της πράξης στην οποία η διαδικασία αυτή κατέληξε, είτε κατά της παράλειψης έκδοσής της. Ενόψει αυτών, η υπό κρίση αγωγή ασκείται απαραδέκτως, αφού δεν αφορά τη διεκδίκηση εκκαθαρισμένης απαίτησης του αναδόχου, της οποίας αυτός να επιδιώκει την εξόφληση. Εξάλλου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρ. 904 ΑΚ), καθόσον οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος δεν έχουν ως πηγή άκυρη διοικητική σύμβαση.

 

 

Σύνδεσμος

 
ΤρΔΕφΠειρ Α 1182/2021 - Πλήρες κείμενο