Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr

Πρόσφατη νομολογία


 

3 Δεκ 2020

ΣτΕ 1525/2020 Τμ.Ε΄: Υποχρέωση Διοικήσεως για πολεοδόμηση δασικής εκτάσεως προς αποκατάσταση μελών Οικοδομικών Συνεταιρισμών

Η οικιστική αξιοποίηση και πολεοδόμηση δασών και δασικών εκτάσεων είναι, καταρχήν, ασύμβατη με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 Συντ. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις επιτρέπουν, κατά την έννοιά τους, την, κατ’ εξαίρεση μόνον, ένταξη μικρών τμημάτων δάσους σε σχέδιο πόλεως χάριν της ενότητας του πολεοδομικού σχεδιασμού, εφόσον τα τμήματα αυτά γειτνιάζουν ή περιβάλλονται από οικισμούς, οπότε οι εντασσόμενοι στο σχέδιο δασικοί θύλακες οφείλουν, παρά την ένταξη, να διατηρούν υποχρεωτικώς αναλλοίωτο το δασικό τους χαρακτήρα. Ο κανόνας αυτός ισχύει και ως προς την οικιστική αξιοποίηση εκτάσεων για τις στεγαστικές ανάγκες μελών οικοδομικών συνεταιρισμών και την πολεοδόμηση των εκτάσεων αυτών, η οποία δεν είναι επιτρεπτή υπό το Σύνταγμα του 1975, ακόμη και στην περίπτωση που η έκταση για την οποία πρόκειται ανήκει στην ιδιοκτησία οικοδομικού συνεταιρισμού, το δε σχετικό ιδιοκτησιακό δικαίωμα του συνεταιρισμού είχε αποκτηθεί πριν από τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975. Ενόψει τούτων, έχουν κριθεί ως αντικείμενες στο Σύνταγμα οι διατάξεις του άρθρου 50 παρ. 1 και 2 του ν. 998/1979, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο που στοιχειοθετήθηκε η απόρριψη των υποβληθέντων αιτημάτων των αιτούντων, καθ’ ό μέρος προέβλεπαν την δυνατότητα οικιστικής ανάπτυξης σε περιοχές δασών και δασικών εκτάσεων, η οποία θα συνιστούσε συνταγματικώς ανεπίτρεπτη μεταβολή του προορισμού εκτάσεων δασικού χαρακτήρα. Δεν θα αντέκειτο, αντιθέτως, στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις η αναγκαστική απαλλοτρίωση δασικών εκτάσεων που ανήκουν σε οικοδομικούς συνεταιρισμούς, αλλά συντρέχει, ως προς αυτές, νομική αδυναμία οικιστικής αξιοποίησης και πολεοδόμησης λόγω του δασικού τους χαρακτήρα, ούτε η ανταλλαγή των εν λόγω μη δυναμένων να πολεοδομηθούν εκτάσεων με δημόσιες εκτάσεις οικιστικού χαρακτήρα, τούτο, όμως, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του οικοδομικού συνεταιρισμού είχε αποκτηθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος, δεδομένου ότι, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 24 Συντ., δεν είναι θεμιτή, υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1975, η απόκτηση δασών και δασικών εκτάσεων με σκοπό την οικιστική τους αξιοποίηση. Ενόψει τούτου, έχει κριθεί ως μη αντικείμενη στο άρθρο 24 παρ. 1 Συντ. διάταξη τυπικού νόμου (άρθρο 50 παρ. 3 του ν. 998/1979), η οποία προέβλεπε την αναγκαστική απαλλοτρίωση εκτάσεων που ανήκουν σε οικοδομικούς συνεταιρισμούς και δεν μπορούν να πολεοδομηθούν, μεταξύ άλλων, και για το νομικό λόγο της απαγόρευσης πολεοδόμησης δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, καθώς και την ανταλλαγή των δασικών αυτών εκτάσεων με δημόσιες εκτάσεις οικιστικού χαρακτήρα για τους ίδιους λόγους, μόνον, όμως, καθ’ό μέρος η διάταξη αυτή αφορούσε σε εκτάσεις, ως προς τις οποίες ο οικοδομικός συνεταιρισμός είχε αποκτήσει ιδιοκτησιακό δικαίωμα πριν από την έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1975. Εν προκειμένω, ενόψει του δασικού, αν και μη αναδασωτέου, χαρακτήρα της επίμαχης έκτασης, θα ήταν, κατά τα ανωτέρω, δυνατή και η αναγκαστική απαλλοτρίωσή της, δηλαδή η αποξένωση των τυχόν δικαιούχων από τα εμπράγματα δικαιώματά τους επ’ αυτής. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν οι αιτούντες συνεταιρισμοί και τα μέλη τους είχαν εμπράγματα δικαιώματα επί της εν λόγω εκτάσεως, τα δικαιώματα αυτά, υποκείμενα σε αναγκαστική απαλλοτρίωση για την εκπλήρωση του δημόσιας ωφέλειας σκοπού της διατήρησης του δασικού χαρακτήρα της, δεν θα καθιστούσαν επιτρεπτή την οικιστική αξιοποίηση και την πολεοδόμησή της, η οποία, άλλωστε, θα ήταν αντίθετη με τη συνταγματική προστασία των εκτάσεων δασικού χαρακτήρα. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση θα ήταν, κατά συνέπεια, σύμφωνη με τη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας τυχόν φορέων σχετικού δικαιώματος, στους οποίους, πάντως, δεν συμπεριλαμβάνονται οι μη κεκτημένοι σχετικά δικαιώματα αιτούντες συνεταιρισμοί, περαιτέρω δε, θα ήταν συμβατή και με το άρθρο 1 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, στις διατάξεις του οποίου δεν αντιτίθεται, κατά τα λοιπά, ούτε η θέση περιορισμών σε ιδιοκτησία ενεργό και μη απαλλοτριωθείσα, που επιβάλλονται από τη φύση της έκτασης, όπως οι σχετιζόμενοι με το δασικό της χαρακτήρα. Με τις τελευταίες αυτές διατάξεις, εξάλλου, πρέπει να θεωρηθεί ότι θα ήταν, κατά μείζονα λόγο, συμβατή η ματαίωση της προσδοκίας οικιστικής αξιοποίησης εκτάσεων δασικού χαρακτήρα, η οποία είχε γεννηθεί σε χρόνο που η οικιστική αξιοποίηση τέτοιων εκτάσεων δεν προσέκρουε σε συνταγματική ή άλλη υπέρτερης τυπικής ισχύος διάταξη, η προσδοκία, όμως, αυτή κατέστη αναπόφευκτο να ματαιωθεί λόγω της θέσεως σε ισχύ του Συντάγματος του 1975, μη ανεχομένου, καταρχήν, την πολεοδόμηση δασικού χαρακτήρα εκτάσεων. Παρά ταύτα, η Διοίκηση ουδέποτε εκδήλωσε κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο την πρόθεσή της να εγκαταλείψει το σχέδιο πολεοδόμησης της έκτασης αυτής και εξακολούθησε, και μετά τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος και για μακρό χρονικό διάστημα να ενθαρρύνει, στο σύνολό της, την πεποίθηση των ενδιαφερομένων ότι η έκταση είναι κατάλληλη για στεγαστική αποκατάσταση και, κατά συνεκδοχή, για πολεοδόμηση, συντηρώντας, με τον τρόπο αυτό, την αντίστοιχη προσδοκία των αιτούντων συνεταιρισμών και των δικαιούχων αποκαταστάσεως μελών τους. Έτσι, η Διοίκηση, ενώ δεν εκδήλωσε ποτέ με σαφήνεια την πρόθεση να εφαρμόσει το συνταγματικό κανόνα της απαγόρευσης πολεοδόμησης της επίμαχης δασικού χαρακτήρα εκτάσεως κατά το χρονικό διάστημα των τεσσάρων δεκαετιών που μεσολάβησαν από τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975, όπως θα όφειλε, παραλλήλως, όμως, δεν προέβαινε ούτε στην πολεοδόμησή της, συντηρώντας, καθ’ όλο αυτό το διάστημα, την προσδοκία των αιτούντων για οικιστική αποκατάσταση μέσω της εκτάσεως αυτής, αποφεύγοντας δε να διαμορφώσει σαφή και οριστική κρίση και να ενεργήσει βάσει αυτής, περαιτέρω δε, δεν αποσαφήνισε τις προθέσεις της ούτε όταν υποβλήθηκε η από 30.11.2012 αίτηση των αιτούντων, επί της οποίας παρέλειψε να αποφανθεί. Αυτή, όμως, η αντιφατική και ασαφής αντιμετώπιση του θέματος από τη Διοίκηση, η οποία εγκατέλειψε το ζήτημα αρρύθμιστο επιδεικνύοντας ανεπίτρεπτη αβελτηρία, δεν εναρμονίζεται με την υποχρέωση σεβασμού και προστασίας του δικαιώματος στην περιουσία, που εγγυώνται οι διατάξεις του άρθρου 1 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, η δε άρνηση της Διοίκησης να αποφανθεί επί της αιτήσεως που υπέβαλαν σχετικώς οι αιτούντες, αποτελούσα επιστέγασμα αυτής της αντιμετώπισης, είναι μη νόμιμη, ενόψει των όλως ειδικών στοιχείων και δεδομένων της συγκεκριμένης υποθέσεως, και πρέπει να ακυρωθεί. (μειοψ.). 

 

 

Σύνδεσμος

 
ΣτΕ 1525/2020 Τμ.Ε΄ - Πλήρες κείμενο