28 Ιουν 2021
Η υπόθεση αφορά αγωγή κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, η εισήχθη με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρχή της ευθύνης κράτους μέλους για ζημίες που υφίστανται οι ιδιώτες λόγω παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης, με τις οποίες βαρύνεται το κράτος αυτό, είναι σύμφυτη προς το σύστημα των Συνθηκών στις οποίες στηρίζεται η Ένωση. Η αρχή αυτή ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης από κράτος μέλος, τούτο δε ανεξαρτήτως του ποια δημόσια αρχή διέπραξε την παραβίαση αυτή, τυγχάνει δε εφαρμογής, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και οσάκις η επίμαχη παραβίαση οφείλεται σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό. Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης βαρύτητας του λειτουργήματος, το οποίο επιτελεί η δικαστική εξουσία ως προς την προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από τους κανόνες δικαίου της Ένωσης, και του γεγονότος ότι το αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό δικαστήριο συνιστά, εξ ορισμού, το τελευταίο δικαιοδοτικό όργανο ενώπιον του οποίου οι ιδιώτες μπορούν να προβάλλουν τα δικαιώματα που τους παρέχονται βάσει των κανόνων αυτών, θα θιγόταν η πλήρης αποτελεσματικότητα των εν λόγω κανόνων και θα εξασθενούσε η προστασία των δικαιωμάτων αυτών, εάν δεν παρεχόταν στους ιδιώτες η δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αποκαταστάσεως της ζημίας που υφίστανται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό. Περαιτέρω, οι προϋποθέσεις αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, αντιβαίνουσα σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης, είναι οι εξής: α) Ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου της Ένωσης να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, β) η παράβαση του κανόνα αυτού να είναι κατάφωρη και γ) να υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της ζημίας των ιδιωτών. Η διακρίβωση συνδρομής των εν λόγω προϋποθέσεων απόκειται στα εθνικά δικαστήρια. Εξάλλου, κατά την ίδια πάγια νομολογία, η αναγνώριση της ευθύνης κράτους μέλους λόγω αποφάσεων δικαστηρίου κρίνοντος σε τελευταίο βαθμό δεν συνεπάγεται, καθεαυτή, την αμφισβήτηση της ισχύος του ουσιαστικού δεδικασμένου μιας τέτοιας αποφάσεως, ούτε δημιουργεί την υποχρέωση του δικαστηρίου να αναθεωρήσει την απόφασή του που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, προκειμένου να λάβει υπόψη του την -διαφορετική ή αντίθετη από τη δική του- ερμηνεία κρίσιμης διατάξεως του ενωσιακού δικαίου που υιοθέτησε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε, τέλος, την αμφισβήτηση της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, τα οποία δύνανται, εφόσον τηρούνται οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, να καθορίζουν τα αρμόδια δικαστήρια και να ρυθμίζουν τα δικονομικά ζητήματα της ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων που τα υποκείμενα δικαίου αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή της αρχής της ευθύνης κράτους μέλους για αποφάσεις εθνικού δικαστηρίου κρίνοντος σε τελευταίο βαθμό δεν επιτρέπεται να τεθεί σε κίνδυνο από την έλλειψη αρμοδίου δικαστηρίου, ενόψει και της αναγνωριζόμενης πλέον, στο άρθρο 19 παρ. 1 εδαφ. β΄της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, υποχρέωσης των κρατών μελών να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. (Μειοψ.). Περαιτέρω, κρίθηκε ότι μέχρις ότου θεσπισθεί τυχόν, ειδική διαδικασία, η θεμελίωση της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό διέπεται από τις προϋποθέσεις που όρισε το ΔΕΕ με τη νομολογία του και όχι από τις λιγότερο περιοριστικές προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ για τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του εθνικού δικαίου, η διαφοροποίηση δε αυτή δεν προσκρούει, κατ’ αρχήν, στο δίκαιο της Ένωσης. (Μειοψ.). Επιπλέον, επί αγωγών αποζημίωσης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ κατά του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό, η κατοχυρούμενη στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. η΄ του ν. 1406/1983 δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων επί των σχετικών διαφορών κάμπτεται, όταν η παραβίαση του ενωσιακού δικαίου αποδίδεται στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία και καθίστανται αρμόδια για την εκδίκαση των οικείων αγωγών αποζημίωσης. (Μειοψ.). Τέλος, κρίθηκε ότι η αγωγή αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου, αποδιδομένων σε αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, δεν ανήκει στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία δεν είναι αρμόδια για την εκδίκασή της, ελλείψει ειδικών διατάξεων περί ρητής υπαγωγής των σχετικών διαφορών στη δικαιοδοσία τους και απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. (Μειοψ.).