3 Δεκ 2025
Με την 481/2023 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς υπεβλήθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας προδικαστικό ερώτημα, κατ’ άρθρο 1 § 2 Ν. 3900/2010, το οποίο εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Β΄ Τμήματος και ήδη φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν της 483/2025 παραπεμπτικής απόφασης του Β΄ Τμήματος, κατά τα οριζόμενα στην § 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος. Το προδικαστικό ερώτημα συνίστατο στο “αν συνιστά νόμιμο περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 § 1 του Συντάγματος, υπό το πρίσμα και της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 § 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, η επιβολή της ποινής της διαγραφής διακινητή πετρελαίου θέρμανσης από το μητρώο ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ., λόγω μη καταχώρισης συναλλαγών που αφορούν την διακίνηση του καυσίμου αυτού στο Πληροφοριακό Σύστημα Παρακολούθησης Πετρελαίου Θέρμανσης της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, όπως οι προϋποθέσεις επιβολής της εν λόγω ποινής διαγράφονται στο άρθρο 147 § 9 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, δηλαδή χωρίς σύνδεση με τέλεση του αδικήματος της λαθρεμπορίας και χωρίς να απαιτείται η υπέρβαση ορισμένου ποσοτικού ορίου μη καταχωρηθέντων φορολογικών στοιχείων”. Όπως έχει κριθεί, δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης η επιβολή υποχρέωσης στον επιχειρηματία να λαμβάνει κάθε μέτρο που μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί από αυτόν για να διασφαλίσει ότι η πράξη που πραγματοποιεί δεν οδηγεί σε συμμετοχή σε φορολογική απάτη. Συναφώς, είναι θεμιτό ένα κράτος μέλος να επιδιώκει, αφενός, να αποτρέψει και να καταστείλει την μη καταβολή των ειδικών φόρων κατανάλωσης, προβλέποντας την επιβολή αρκούντως υψηλής οικονομικής κύρωσης, και, αφετέρου, να αποτρέψει και να καταστείλει σοβαρές παραβάσεις των κανόνων που διέπουν το καθεστώς αυτό με την επιβολή συμπληρωματικής κύρωσης, όπως η ανάκληση της σχετικής άδειας του επιχειρηματία που διέπραξε τις εν λόγω παραβάσεις. Συνεπώς, το ισχύον Δίκαιο της ΕΕ δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, στην εκ μέρους των κρατών μελών διεύρυνση της ευθύνης του διακινητή προϊόντων υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης για τις οικονομικές συνέπειες των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν κατά την κυκλοφορία των εν λόγω προϊόντων, εφόσον η θέσπιση της αυξημένης ευθύνης συνάδει με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας. Όμως, εθνικά μέτρα που δημιουργούν, de facto, σύστημα αντικειμενικής ευθύνης βαίνουν πέραν του αναγκαίου ορίου για την διασφάλιση των δικαιωμάτων του δημοσίου ταμείου, εφόσον δεν παρέχεται στον επιχειρηματία η δυνατότητα να αποδείξει ότι, εν όψει των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσης, δεν είχε καμία εμπλοκή στην διαπιστωθείσα φορολογική παράβαση ή ότι ήταν. Κατόπιν των ανωτέρω και, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενωσιακή αρχή της αναλογικότητας γενικά γίνεται αντιληπτή και εφαρμόζεται από το ΣτΕ κατά τρόπο παρόμοιο με την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, η επίμαχη διοικητική ποινή, επιβαλλόμενη για παράβαση που δεν είναι ιδιαζόντως σοβαρή και χωρίς να παρέχεται στον επιχειρηματία-έμπορο η δυνατότητα να προβάλει πραγματικούς ισχυρισμούς που αίρουν την ευθύνη του, συνιστά κύρωση, η οποία θίγει υπερμέτρως την ως άνω αρχή. Περαιτέρω, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιχειρηματική ελευθερία, η οποία προστατεύεται με την διάταξη του άρθρου 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αποτελεί απόλυτο προνόμιο, αλλά πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της λειτουργίας που επιτελεί στο πλαίσιο της κοινωνίας. Ειδικότερα, η επιχειρηματική ελευθερία μπορεί να υπόκειται σε ευρύ φάσμα παρεμβάσεων της δημόσιας αρχής μέσω των οποίων μπορούν να επιβληθούν, προς το γενικό συμφέρον και τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας. Όσον αφορά την παρεχόμενη από το άρθρο 17 § 1 του ΧΘΔ προστασία, κατά πάγια νομολογία, αφορά περιουσιακά δικαιώματα εκ των οποίων απορρέει, λαμβανομένης υπόψη της έννομης τάξης, μια δεδομένη νομική θέση, βάσει της οποίας ασκούνται αυτοτελώς τα εν λόγω δικαιώματα από και υπέρ του φορέα τους. Είναι δε θεμιτή η επιβολή περιορισμών στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε επιδιωκόμενους από την Ένωση σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη επέμβαση, θίγουσα την ίδια την υπόσταση του ως άνω κατοχυρωμένου δικαιώματος. Κατά συνέπεια, η επιβολή της επίδικης κύρωσης θίγει υπερμέτρως την αναγνωριζόμενη από το άρθρο 16 του ΧΘΔ επιχειρηματική ελευθερία, καθώς υπερβαίνει το αναγκαίο για την πρόληψη των φορολογικών καταχρήσεων μέτρο. Παραλλήλως, εν όψει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως προς την έννοια της περιουσίας και των περιορισμών που μπορούν να επιβληθούν επ’ αυτής, η οποία λαμβάνεται υπόψη και για το περιεχόμενο του κατοχυρούμενου στο άρθρο 17 του ΧΘΔ δικαιώματος επί της ιδιοκτησίας, η επιβολή της επίδικης διοικητικής κύρωσης ισοδυναμεί με αφαίρεση περιουσιακού στοιχείου (άδειας διακίνησης πετρελαίου θέρμανσης), η οποία, χωρούσα υπό τους προαναφερθέντες όρους, κλονίζει ριζικά την οικονομική κατάσταση της τιμωρούμενης επιχείρησης, δυνάμενη να θίξει την βιωσιμότητά της, χωρίς να συντρέχουν επαρκείς λόγοι γενικού συμφέροντος. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η § 9 του άρθρου 147 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την § 1 του άρθρου 39 του Ν. 4141/2013, κατά το μέρος που αφορά την επιβολή της ποινής της διαγραφής διακινητή πετρελαίου θέρμανσης από το Μητρώο ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. στην περίπτωση μη καταχώρισης διενεργηθεισών συναλλαγών στο Πληροφοριακό Σύστημα Παρακολούθησης Πετρελαίου Θέρμανσης, χωρίς σύνδεση με το αδίκημα της λαθρεμπορίας και χωρίς να απαιτείται η υπέρβαση ορισμένου ποσοτικού ορίου μη καταχωρηθέντων φορολογικών στοιχείων, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, στο ενωσιακό δίκαιο, τις επιταγές του ΧΘΔ, οι οποίες συνιστούν τμήμα του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου και στο άρθρο 1 ΠΠΠΕΣΔΑ.