Πρόσφατη νομολογία


15 Ιουν 2022

ΟλΣτΕ 192/2022: Αντίθετη στις αρχές της ισότητας & αξιοκρατίας η αυξημένη μοριοδότηση ειδικής εμπειρίας για πλήρωση θέσεων Φορέων Παροχής Υπηρεσιών Υγείας

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση της 2Κ/2019/8.3.2019 προκήρυξης του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) για την πλήρωση με σειρά προτεραιότητας χιλίων εκατόν δεκαέξι (1.116) θέσεων τακτικού προσωπικού Πανεπιστημιακής, Τεχνολογικής, Δευτεροβάθμιας και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης σε φορείς του Υπουργείου Υγείας, κατά το μέρος που η προκήρυξη αυτή προβλέπει αυξημένη μοριοδότηση της εργασιακής εμπειρίας που έχει κτηθεί από υποψηφίους που υπηρέτησαν ως επικουρικό προσωπικό κατ’ άρθρο 10 του ν. 3329/2005, έναντι της γενικώς μοριοδοτούμενης εμπειρίας σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 2 περ. Β΄ του ν. 2190/1994. Οι αρχές της ισότητας και της ίσης πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις, τις οποίες καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, αποτελούν συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και την Διοίκηση όταν θεσπίζει κανονιστικές ρυθμίσεις. Η παραβίαση των συνταγματικών αυτών αρχών ελέγχεται δικαστικώς, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτόν έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον νομοθέτη (κοινό ή κανονιστικό) η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της σχετικής ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια. Περαιτέρω, η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, υπαγορεύει, η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα να γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους. Δεν αποκλείεται όμως από το Σύνταγμα η πρόβλεψη ενός ποσοστού αυξημένης μοριοδότησης προϋπηρεσίας των υποψηφίων, όπως η αποκτηθείσα εμπειρία σε δημόσιους φορείς παροχής υγείας, εφόσον τούτο δικαιολογείται από τις συγκεκριμένες συνθήκες και από λόγους δημοσίου συμφέροντος και η εν λόγω μοριοδότηση δεν προσδιορίζεται σε τέτοιο ύψος ώστε να οδηγεί σε αποκλεισμό των λοιπών υποψηφίων. Εν προκειμένω, οι διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄ της προσβαλλόμενης προκήρυξης, οι οποίες έχουν τεθεί κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 4571/2018, με τις οποίες προβλέπεται ειδική (αυξημένη) μοριοδότηση της εργασιακής εμπειρίας των υποψηφίων που έχουν υπηρετήσει ως επικουρικό προσωπικό του άρθρου 10 του ν. 3329/2005 σε φορείς του Υπουργείου Υγείας, εισάγουν ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ αυτής της κατηγορίας υποψηφίων που δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή. Τούτο δε, διότι η προβλεπόμενη ως άνω ειδική μοριοδότηση προσδιορίζεται σε τέτοιο ύψος, ώστε να οδηγεί σε αποκλεισμό των λοιπών υποψηφίων, όπως οι αιτούντες, οι οποίοι δεν έχουν υπηρετήσει ως επικουρικό προσωπικό, αλλά διαθέτουν αντίστοιχη εργασιακή εμπειρία μοριοδοτούμενη κατά τις γενικές διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 2 περ. Β΄ του ν. 2190/1994. Η διαφορετική δε αυτή μεταχείριση των υποψηφίων στο συγκεκριμένο κριτήριο της εμπειρίας, επί τη βάσει και μόνον του νομοθετικού καθεστώτος δυνάμει του οποίου η εμπειρία αυτή έχει κτηθεί, προσκρούει στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και δη της ισότητας πρόσβασης σε δημόσιες θέσεις και της αξιοκρατίας, διότι με την ανωτέρω διάταξη εισάγεται χαριστικό μέτρο υπέρ μιας κατηγορίας υποψηφίων, μη συνδεόμενο προς αξιολογικά κριτήρια, το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίου συμφέροντος ή με βάση κριτήρια γενικά και αντικειμενικά. Τούτο δε ισχύει πολλώ μάλλον εν προκειμένω, καθόσον με την επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 4571/2018, με την οποία προστέθηκαν εδάφια στην παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3551/2018, που ρυθμίζει τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων νοσηλευτικού και λοιπού, πλην ιατρών, προσωπικού σε εποπτευόμενους από το Υπουργείο Υγείας Φορείς Παροχής Υπηρεσιών Υγείας, προσδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην εργασιακή εμπειρία όσων έχουν υπηρετήσει στους ανωτέρω φορείς ως επικουρικό προσωπικό και μάλιστα, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3329/2005, σε θέσεις οι οποίες δεν αφορούν αμιγώς κλάδους σχετικούς με την παροχή υπηρεσιών υγείας, αλλά αφορούν όλους τους κλάδους προσωπικού στους ανωτέρω φορείς, χωρίς, όμως, από τις οικείες διατάξεις να προκύπτει διαφοροποίηση μεταξύ των καθηκόντων που ασκούν όσοι έχουν υπηρετήσει στις εν λόγω θέσεις ως επικουρικό προσωπικό και των καθηκόντων όσων έχουν υπηρετήσει σε αντίστοιχες με τις προκηρυχθείσες θέσεις στον ιδιωτικό ή ακόμη και τον δημόσιο τομέα, όχι όμως υπό την ιδιότητα του επικουρικού προσωπικού. Εξάλλου, ούτε από την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 4571/2018 προκύπτει ο δικαιολογητικός λόγος της αυξημένης μοριοδότησης της εμπειρίας όσων υπηρέτησαν με συμβάσεις επικουρικού προσωπικού σε Φορείς Παροχής Υπηρεσιών Υγείας έναντι των λοιπών υποψηφίων που άσκησαν όμοια καθήκοντα σε αντίστοιχες θέσεις άλλων φορέων του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα· δεν δύναται δε να θεωρηθεί ως τέτοιος λόγος η αόριστη αναφορά στην εξοικείωση των προσώπων αυτών «με το αντικείμενο και τις ιδιαίτερες απαιτήσεις, αναφορικά με τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας», πρωτίστως διότι δεν προσδιορίζεται, ενόψει των μη διαφοροποιημένων καθηκόντων μεταξύ των δύο κατηγοριών υποψηφίων, σε τι συνίστανται το αντικείμενο και οι εν λόγω ιδιαίτερες απαιτήσεις που θα μπορούσαν να καταστήσουν δικαιολογημένη τη διαφοροποίηση μεταξύ των υποψηφίων με την "ειδική εμπειρία" του επικουρικού προσωπικού και των υποψηφίων με γενική εργασιακή εμπειρία σε αντίστοιχες με τις προκηρυχθείσες θέσεις του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα. Επομένως, ενόψει των προαναφερθέντων, η αυξημένη μοριοδότηση της κατά τα ανωτέρω "ειδικής εμπειρίας" έναντι της κατά τις γενικές διατάξεις κτηθείσας εμπειρίας χωρίς να προκύπτει λόγος δημοσίου συμφέροντος προς τούτο δεν εξυπηρετεί τη στελέχωση του δημοσίου τομέα με πρόσωπα που θα αξιολογηθούν με βάση την προσωπική τους αξία και δημιουργεί συνθήκες μη δικαιολογημένης ανισότητας μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών υποψηφίων για την κατάληψη των προκηρυχθεισών θέσεων. Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 4551/2018, όπως ισχύει μετά την προσθήκη εδαφίων με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 4571/2018, κατά το μέρος που προβλέπουν αυξημένη μοριοδότηση της "ειδικής εμπειρίας" που έχει κτηθεί κατ’ άρθρο 10 του ν. 3329/2005 σε σχέση με τη γενικώς μοριοδοτούμενη αντίστοιχη εμπειρία του άρθρου 18 παρ. 2 του ν. 2194/1994, εισάγουσες αδικαιολόγητο προνόμιο για την κατάληψη θέσεων δημοσίων υπαλλήλων, αντίκεινται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες. (Μειοψ.).


Σύνδεσμος

ΟλΣτΕ 192/2022 - Πλήρες κείμενο »