Πρόσφατη νομολογία


3 Νοε 2022

ΟλΣτΕ 1911/2022: Αντισυνταγματικότητα του νέου μισθολογίου των μελών ΔΕΠ-Επέλευση των συνεπειών της αντισυνταγματικότητας από τη δημοσίευση της απόφασης

Με την κρινόμενη αγωγή ζητήθηκε να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων, ήτοι του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) και του Ελληνικού Δημοσίου, να καταβάλουν με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής στους πρώτο, δεύτερο, τρίτο (Καθηγητές α΄ βαθμίδας του Α.Π.Θ.) και τέταρτο (Λέκτορα του Α.Π.Θ.) από τους ενάγοντες τα ποσά των 1.274,5 ευρώ, 2.120,78 ευρώ, 2.083,92 ευρώ και 708,85 ευρώ, αντίστοιχα, ως διαφορές των αποδοχών που έλαβαν, για τους μήνες από Δεκέμβριο 2017 έως και Φεβρουάριο 2018, κατ’ εφαρμογή του Ν.4472/2017, με τον οποίο θεσπίστηκε νέο μισθολόγιο, μεταξύ άλλων, και για τα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., και εκείνων που θα ελάμβαναν με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν τον Ν.4093/2012, οι διατάξεις του οποίου κρίθηκαν αντισυνταγματικές με την 4741/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων οι διατάξεις του Ν. 4472/2017 αντίκεινται στις αρχές της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των μελών του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), της αναλογικότητας και της ισότητας (άρθρα 16, 25 παρ. 1 και 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος), καθώς και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. Η υπόθεση εισήχθη στο ΣτΕ στο πλαίσιο πιλοτικής δίκης κατ’ άρθρο 1 §1 του Ν. 3900/2010, ως ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος. Ο κοινός νομοθέτης έχει ευρύτατη ευχέρεια, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες, να προβαίνει στην κατάρτιση νέων μισθολογίων των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, καθορίζοντας αυτά κατά τρόπο ώστε να μην επέρχεται ανατροπή των δημοσιονομικών μεγεθών σε βαθμό που θα έθετε σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα του κράτους. Εντούτοις, η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλά υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο, με όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της επίτευξης δημοσιονομικής σταθερότητας να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως επίσης και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα. Συνεκτιμάται ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), με την 2009/415/ΕΚ απόφασή του, εξέδωσε σύσταση προς την Ελλάδα για διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος το αργότερο έως το 2010, καθώς και νέα σύσταση, στις 16.2.2010, λήψης επειγόντων μέτρων, το αργότερο έως το 2012, για «τη μείωση των συνολικών απολαβών στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης, ως πρώτο βήμα για τη βελτίωση του συστήματος των μισθών και τον εξορθολογισμό της μισθολογικής κλίμακας στο δημόσιο». Από την άλλη, η υπηρεσιακή κατάσταση των μελών του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των οποίων απορρέει εμμέσως από το Σύνταγμα (άρθρο 16) και συνιστά μία πρόσθετη θεσμική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων τους, αποτέλεσε αντικείμενο συνεχών νομοθετικών ρυθμίσεων και μεταβολών. Ο νομοθέτης με τον Ν. 4472/2017 επεδίωξε την αναμόρφωση των «ειδικών μισθολογίων», αφενός με τον περιορισμό του αριθμού τους και αφετέρου με τον εξορθολογισμό των αποδοχών που χορηγούνται με αυτά, με συγχώνευση ή κατάργηση επιδομάτων και δημιουργία μισθολογικών κλιμακίων. Ωστόσο, η συνένωση των μισθολογικών ρυθμίσεων που αφορούν τα μέλη του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., με άλλες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων που δεν πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις (ακαδημαϊκή ελευθερία, αυτοδιοίκητο) συνεπάγεται υποβάθμιση της μισθολογικής τους αντιμετώπισης, αφού για τα μέλη του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. είχε θεσπιστεί ιδιαίτερο μισθολόγιο. Περαιτέρω, οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγω μέτρων. Συγκεκριμένα, έπρεπε απαραιτήτως να ληφθούν υπόψη α) η σημασία και οι συνθήκες άσκησης του λειτουργήματος των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., καθώς και η ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος και της εμπιστοσύνης που απολαμβάνουν οι δημόσιοι αυτοί λειτουργοί στην κοινωνία, β) οι επιπτώσεις από την εφαρμογή του νέου μισθολογίου στο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, αλλά και στη λειτουργία των ιδίων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ενόψει της ανάγκης προσέλκυσης επιστημόνων που διαθέτουν αυξημένα προσόντα, γ) το επίπεδο διαβίωσης, όπως αυτό διαμορφώνεται με το νέο μισθολόγιο, το οποίο πρέπει να είναι και ανάλογο με το κύρος του συγκεκριμένου λειτουργήματος το οποίο ασκούν, και δ) οι σκοποί της επιδιωκόμενης μεταρρύθμισης και η προσφορότητα και αναγκαιότητα των επίμαχων ρυθμίσεων για την επίτευξή τους. Δεν προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη η σημασία και η ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος που ασκούν οι πανεπιστημιακοί λειτουργοί, τα αυξημένα προσόντα που απαιτούνται για την επιλογή τους, οι ιδιαίτερες διαδικασίες που τηρούνται για την επιλογή, αλλά και για την εξέλιξή τους σε επόμενες βαθμίδες και οι ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης του λειτουργήματος αυτού, καθώς και η υποβολή τους σε συνεχείς κρίσεις για την εξέλιξή τους. Καταληκτικά, οι κρίσιμες διατάξεις των άρθρων 128 έως και 131 και 155 του Ν. 4472/2017 αντίκεινται στο άρθρο 16 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής τους, καθώς και προς την αρχή της αναλογικότητας και της ισότητας. Μειοψήφησαν η Πρόεδρος του Δικαστηρίου Ε. Σάρπ, και οι Σύμβουλοι Επικρατείας Κ. Φιλοπούλου και Π. Μπραΐμη, οι οποίες διατύπωσαν την γνώμη ότι δεν προκύπτει από κάποια συνταγματική διάταξη το γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν έχει τη δυνατότητα να διαμορφώνει και να αναδιαμορφώνει το μισθολόγιο των κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εκάστοτε κρατούσες συνθήκες και μάλιστα τη δημοσιονομική κατάσταση του Κράτους, τις προτεραιότητες που αυτό θέτει ως προς την κάλυψη των εν γένει κρατικών υποχρεώσεων και αναγκών και τους περιορισμούς που προκύπτουν από διεθνείς υποχρεώσεις της Χώρας. Το Δικαστήριο, μετά από στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στα μέτρα του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Πολιτικής (ΜΠΔΣ) για την τριετία 2018-2021 (Ν. 4472/2017), ορίζει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέλθουν μετά τη δημοσίευση της εν λόγω απόφασης. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.


Σύνδεσμος

ΟλΣτΕ 1911/2022 - Πλήρες κείμενο »