21 Νοε 2022
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση της Φ174/3590/ ΠΕΡΙΒ.9/13/6.8.2013 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, με την οποία ανανεώθηκε – τροποποιήθηκε η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων της δραστηριότητας αποθήκευσης υγρών πρώτων υλών της βιομηχανίας χημικών προϊόντων της εταιρίας «… Α.Ε.», που είναι εγκατεστημένη στη θέση … του Δημοτικού Διαμερίσματος Θορικού του Δήμου Λαυρεωτικής του Νομού Αττικής, για την επαναλειτουργία της με αλλαγή του φορέα λειτουργίας της. Ο νομοθέτης, τελών σε πλήρη επίγνωση της σημασίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης στον σχεδιασμό και την προστασία του περιβάλλοντος της περιοχής τους, έχει προβλέψει την άσκηση γνωμοδοτικών αρμοδιοτήτων από αυτούς προ της κανονιστικής ρυθμίσεως θεμάτων χωροταξίας, χωροθέτησης δραστηριοτήτων και προστασίας του περιβάλλοντος για την εδαφική τους περιφέρεια, οι οποίες, πάντως, έχει κριθεί ότι δεν εκτείνονται στις ατομικές διοικητικές πράξεις. Και επί ζητημάτων, όμως, περιβαλλοντικής αδειοδότησης των εκτελουμένων στην εδαφική περιφέρεια των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ έργων και δραστηριοτήτων, στα οποία περιλαμβάνεται η ατομική τους χωροθέτηση, ο νομοθέτης ανάγει τους οργανισμούς αυτούς, οι οποίοι έχουν ευρύτατες αρμοδιότητες στον χώρο ευθύνης τους, σε υποχρεωτικώς γνωμοδοτούντες φορείς, διότι η εκτελεστή απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων ενός εκάστου έργου ή δραστηριότητας στην περιοχή τους ανατίθεται από τον νομοθέτη σε άλλα διοικητικά όργανα. Η οικεία αποφασιστική αρμοδιότητα επιφυλάσσεται, ειδικότερα, κατά γενικό κανόνα, σε όργανα του Κράτους, είτε του κεντρικού, είτε της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Οι ως άνω κανόνες κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ διοικητικών οργάνων, κρατικών και μη, απηχούν τις αντιλήψεις του νομοθέτη, επιλαμβανομένου των σχετικών ζητημάτων σε συμμόρφωση και προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς την εξειδίκευση των συνταγματικών αρχών της αειφορίας του περιβάλλοντος και της βιώσιμης ανάπτυξης στον τομέα της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, έχουν δε οι κανόνες αυτοί εφαρμογή στο σύνολο του εθνικού χώρου. Πράγματι, η κατανομή αρμοδιοτήτων δεν αποτελεί ένα απλό, στερημένο σημασίας, σύνολο τυπικών ρυθμίσεων, αλλά οφείλει να συναρτάται με τα χαρακτηριστικά κάθε διοικητικού οργάνου, καθώς και με τα εχέγγυα που αυτό παρέχει ως προς την επιστημονική του εξειδίκευση και τις τεχνικές του δεξιότητες, τα οποία δεν είναι νοητό να παραλλάσσουν στις επιμέρους γεωγραφικές περιοχές της χώρας. Έτσι, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτές αποσπασματικές ρυθμίσεις, με τις οποίες μεταφέρονται αποφασιστικές αρμοδιότητες έγκρισης περιβαλλοντικών όρων σε έναν ή περισσότερους ΟΤΑ και, μάλιστα, πρώτου βαθμού, ατομικώς, χωρίς να προκύπτει ότι οι συνθήκες στην περιοχή τους εμφανίζουν όλως ειδικά χαρακτηριστικά σε σχέση με το σύνολο του εθνικού χώρου, στον οποίο εξακολουθεί να εφαρμόζεται η πάγια νομοθεσία και, περαιτέρω, χωρίς η μεταβίβαση αυτή να υπαγορεύεται από τις ρυθμίσεις ή τις κατευθύνσεις χωρικού σχεδιασμού, υιοθετηθέντος βάσει επιστημονικών κριτηρίων κατά συνεκτίμηση των εν λόγω ειδικών χαρακτηριστικών. Τέτοιες εξαιρετικές διατάξεις, οι οποίες μεταφέρουν αποφασιστικές αρμοδιότητες περιβαλλοντικής αδειοδότησης σε ένα μόνο Δήμο χωρίς να προκύπτουν ούτε οι λόγοι για τους οποίους επελέγη ο Δήμος αυτός ούτε τα κριτήρια βάσει των οποίων θα ασκούνται οι εν λόγω αρμοδιότητες, θα αντέκειντο στο άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, διότι ούτε την αειφορία του περιβάλλοντος ευνοούν ούτε τη βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης διασφαλίζουν. Περαιτέρω, τέτοιες διατάξεις, οι οποίες αποκλείουν σε ορισμένη περιοχή την εφαρμογή της πάγιας περιβαλλοντικής νομοθεσίας και καθιδρύουν σε αυτήν αποφασιστικές αρμοδιότητες υπέρ τοπικών οργάνων χωρίς κριτήρια, θα ισοδυναμούσαν, κατ’ αποτέλεσμα, με τη δημιουργία θυλάκων εντός του εθνικού χώρου, όπου βιομηχανικές ή άλλες δραστηριότητες ενδέχεται να αδειοδοτούνται με κριτήρια αδιαφανή και απροσδιόριστα, κατά τρόπο, δηλαδή, που εγκυμονεί κινδύνους και για την οικονομική και επαγγελματική ελευθερία των ενδιαφερομένων να αναπτύξουν σύννομες δραστηριότητες αυτού του χαρακτήρα, και θα αντέκειντο και στα άρθρα 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, το τελευταίο από τα οποία επιτάσσει την πραγμάτωση του δικαίου με τη θέσπιση πάγιων διατάξεων που ρυθμίζουν την ατομική και κοινωνική δραστηριότητα των πολιτών. Προς την ανορθολογική και, συνεπώς, συνταγματικά αθέμιτη μεταφορά αποφασιστικής αρμοδιότητας πρέπει, εξάλλου, να εξομοιωθεί η πρόβλεψη σύμφωνης γνώμης ενός και μοναδικού ΟΤΑ, η οποία τείνει να μεταθέσει το κέντρο λήψης των αποφάσεων ειδικώς σε αυτόν ιδίως μάλιστα, όταν η προβλεπόμενη ως σύμφωνη γνώμη έχει αρνητικό και, επομένως, εκτελεστό χαρακτήρα. Το γεγονός, τέλος, ότι η σύμφωνη αρνητική γνωμοδότηση, ως εκτελεστή διοικητική πράξη, είναι προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως, κατά την εξέταση της οποίας ερευνώνται, πλην της συμβατότητας της άρνησης με τον ισχύοντα χωροταξικό σχεδιασμό, και πλημμέλειες της αιτιολογίας, δεν ασκεί επιρροή, διότι η θέσπιση αποσπασματικών και ανορθολογικών διατάξεων που διαταράσσουν την ισόρροπη κατανομή αρμοδιοτήτων, στην οποία έχει προβεί, κατά το Σύνταγμα, ο κοινός νομοθέτης, αποτελεί θεμελιώδη νομική πλημμέλεια των εκδιδομένων, αναρμοδίως κατά τα αμέσως προαναφερόμενα, ατομικών διοικητικών πράξεων, απολύτως διακριτή και λογικώς πρότερη έναντι των λοιπών πλημμελειών των πράξεων αυτών, όπως είναι η τυχόν πλημμελής αιτιολογία, οι οποίες έχουν εμφιλοχωρήσει κατά την εφαρμογή του νόμου.