24 Νοε 2023
Με την 220/2021 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προδικαστικό ερώτημα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Αν, κατά την έννοια του άρθρου 70 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε ολόκληρη από το άρθρο 24 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147/14.7.2014) και μετέπειτα το δεύτερο εδάφιό της αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 4509/2017 (Α΄ 201/22.12.2017), επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της ίδιας διοικητικής πράξης (ή παράλειψης), όταν η πρώτη προσφυγή έχει απορριφθεί τελεσιδίκως ως αόριστη (λόγω πλήρους αοριστίας όλων των λόγων της)». Ως απόρριψη προσφυγής για «τυπικό λόγο» που δικαιολογεί την άσκηση δεύτερης προσφυγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, όπως τροποποιήθηκε, νοείται κάθε περίπτωση -πλην των ρητώς θεσπιζομένων εξαιρέσεων- κατά την οποία η (πρώτη) προσφυγή απορρίπτεται για έλλειψη δικονομικής προϋποθέσεως ως απαράδεκτη, χωρίς να εξεταστεί κατά τη βασιμότητά της, εφόσον η έλλειψη αυτή, ως εκ της φύσεώς της, δύναται αντικειμενικώς να καλυφθεί με την εκ νέου άσκηση της προσφυγής. Ενόψει τούτων, η επίδικη περίπτωση του απαραδέκτου της προσφυγής λόγω αοριστίας του δικογράφου της, μη εμπίπτουσα στις ως άνω ρητώς προβλεπόμενες εξαιρέσεις, υπάγεται στην έννοια της απορρίψεως για «τυπικό λόγο» (τυπικό σφάλμα του συντάξαντος το οικείο δικόγραφο), μη αναγόμενο στη βασιμότητά της, κατά την προαναφερθείσα διάταξη. Η επίδικη δικονομική έλλειψη είναι, πάντως, αντικειμενικώς δυνατόν να καλυφθεί με την άσκηση δεύτερης προσφυγής και την κατάθεση νέου κατά περιεχόμενο δικογράφου, δοθέντος άλλωστε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 197 παρ. 1 του ΚΔΔ, η τελεσίδικη ή ανέκκλητη απόφαση με την οποία απορρίπτεται η πρώτη προσφυγή ως απαράδεκτη παράγει δεδικασμένο μόνον ως προς το κριθέν δικονομικό ζήτημα, ώστε να είναι δυνατή, από την άποψη αυτή, η άσκηση νέας προσφυγής και η εξέτασή της κατ’ ουσίαν. Εξάλλου, και στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης, από την οποία έλκουν την καταγωγή τους οι ως άνω εξαιρετικές διατάξεις –θεσπισθείσες προς τον σκοπό εναρμονίσεώς τους προς αυτήν και τα ισχύοντα επί της αγωγής- η αοριστία, σύμφωνα με τα παγίως γενόμενα δεκτά, περιλαμβάνεται στους τυπικούς (μη ουσιαστικούς) λόγους απορρίψεως της αγωγής, οι οποίοι ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της υπάρξεως και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξιώσεως, εφαρμοζομένου του άρθρου 263 του ΑΚ, «καθόσον στις περιπτώσεις αυτές είναι πρόδηλο ότι είναι αντικειμενικά δυνατόν με τη νέα αγωγή να διορθωθεί το τυπικό σφάλμα της απορριφθείσας προηγούμενης αγωγής» (ΑΠ 546/2021, 794/2019) και δεδομένου ότι η τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής ως αόριστης δεν δημιουργεί δεδικασμένο επί του ουσιαστικού δικαιώματος που να εμποδίζει την έγερση και εκδίκαση νέας αγωγής. Ενόψει τούτων, η ανωτέρω ερμηνευτική εκδοχή ενισχύεται και από το ότι αν ο νομοθέτης ήθελε να εξαιρέσει την περίπτωση της αοριστίας από τους τυπικούς λόγους απορρίψεως της προσφυγής που επιτρέπουν την εκ νέου άσκησή της, θα έπρεπε να το ορίσει ρητά, όπως έπραξε, κατά τις διαδοχικές τροποποιήσεις της επίμαχης διατάξεως, για τις περιπτώσεις της εκπρόθεσμης προσφυγής και της μη συμπληρώσεως από τον προσφεύγοντα των τυπικών παραλείψεων, τις οποίες είχε κληθεί να συμπληρώσει κατ’ εφαρμογή των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1 του ΚΔΔ. (Μειοψ.). Η καθιέρωση από το άρθρο 70 παρ. 1 ΚΔΔ του δικαιώματος ασκήσεως δεύτερης προσφυγής δεν προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, δεδομένου ότι βασικός σκοπός του νομοθέτη ήταν να διασφαλισθεί πληρέστερα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και να επιτευχθεί, για την ταυτότητα του λόγου, αλλά και για λόγους ασφάλειας δικαίου, το ενιαίο της αντιμετωπίσεως ενδίκων βοηθημάτων απορριφθέντων για τυπικό λόγο. Η ρύθμιση αυτή, αν και φαίνεται καταρχήν να επιφέρει ρήγμα στην αρχή της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων, η οποία ισχύει στη διοικητική δικονομία, και η οποία, πάντως, συνιστά γενική αρχή του δικαίου, χορηγεί δικαίωμα επανασκήσεως της προσφυγής για την ουσιαστική πραγμάτωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας συνισταμένης σε κρίση από το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο της υπάρξεως ή μη δικαιώματος που απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Εξάλλου, το γεγονός ότι η νομοθετική απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης προσφυγής δεν προσκρούει στις μνημονευθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις δεν έχει ως αυτόθροη συνέπεια ότι αντίκειται στις διατάξεις αυτές ρύθμιση επιτρέπουσα, και μάλιστα υπό προϋποθέσεις, την άσκηση δεύτερης προσφυγής μετά την απόρριψη της πρώτης. Εν προκειμένω δε, η άσκηση του δικαιώματος αυτού παρέχεται υπό αυστηρές και συγκεκριμένες προϋποθέσεις και εντός σύντομης προθεσμίας προκειμένου να μην ανατρέπεται η σταθερότητα των διοικητικών καταστάσεων μετά την πάροδο μακρού χρόνου, παραμένει δε, ακόμη και υπό τις προϋποθέσεις αυτές, εξαιρετική δικονομική δυνατότητα του διοικουμένου. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, με το ως άνω περιεχόμενο, η κρινόμενη ρύθμιση, ενόψει του σκοπού που υπαγόρευσε τη θέσπισή της, ήτοι της διασφαλίσεως του δικαιώματος κρίσεως της υποθέσεως του διαδίκου επί της ουσίας σε πρώτο βαθμό, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την αρχή του κράτους δικαίου, θεμελιώδης επιδίωξη του οποίου είναι η ουσιαστική πραγμάτωση του δικαίου στην Πολιτεία, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν μπορεί να οδηγήσει, χωρίς αποχρώντα λόγο ο οποίος εκτιμάται, κατ’ αρχήν, από τον νομοθέτη, σε ουσιώδη περιορισμό ή σε αδυναμία διαγνώσεως της υπάρξεως δικαιωμάτων των πολιτών. (Μειοψ.). Κατόπιν τούτων, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων για την περαιτέρω εκδίκασή της.