Πρόσφατη νομολογία


16 Σεπ 2022

ΟλΣτΕ 1681/2022: Σύμφωνη με το Σύνταγμα η 4ήμερη απαγόρευση δημόσιων συναθροίσεων για λόγους δημόσιας υγείας

Με την κρινόμενη προσφυγή οι 46 προσφεύγοντες ζήτησαν την ακύρωση ισάριθμων πράξεων επιβολής προστίμου ύψους 300 ευρώ, που εκδόθηκαν την 17.11.2020 σε βάρος εκάστου εξ αυτών κατ’ εφαρμογή της υπ’ αριθμ. 1029/8/18/13.11.2020 αποφάσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. Με την απόφαση αυτή, κατ’ επίκληση επιτακτικών λόγων αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας, θεσπίσθηκε η απαγόρευση όλων των δημόσιων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας, στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα ή περισσότερα άτομα, από 15 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και τις 18 Νοεμβρίου 2020 ώρα 9.00 μ.μ. και προβλέφθηκε η επιβολή προστίμου 300 ευρώ σε περίπτωση παράβασης της εν λόγω απαγόρευσης. Με την κρινόμενη προσφυγή ζητήθηκε επίσης και η ακύρωση ισάριθμων ρητών ή σιωπηρώς συναγομένων απορρίψεων των αντιρρήσεων που ασκήθηκαν εκ μέρους των ήδη προσφευγόντων κατά των ανωτέρω πράξεων επιβολής προστίμου. Από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ.1, 5, 7, 21 παρ. 3, 22 παρ. 4 και 25 του Συντάγματος προκύπτει ότι το δικαίωμα στην υγεία αναγνωρίζεται στο Σύνταγμα τόσο ως ατομικό όσο και ως κοινωνικό δικαίωμα. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία, όπως είναι η κατάσταση πανδημίας λόγω της εμφάνισης νέου μολυσματικού ιού, το Κράτος, με γνώμονα την αρχή της προφύλαξης, οφείλει να λάβει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της διαδόσεως της ασθένειας και την μείωση της πιέσεως που ασκείται επί των υπηρεσιών υγείας, έως ότου εξευρεθεί επιστημονικώς τεκμηριωμένη λύση αποτελεσματικής αντιμετωπίσεώς της, οι δε πολίτες έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν την πραγμάτωση της σχετικής υποχρεώσεως του Κράτους. Η καταλληλότητα και η αναγκαιότητα των μέτρων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι, ιδίως, ο τρόπος μεταδόσεως του ιού, και κρίνεται επί τη βάσει έγκυρων και τεκμηριωμένων, επιστημονικών και επιδημιολογικών δεδομένων. Τα μέτρα αυτά μπορεί μεν να συνιστούν ακόμα και σοβαρή επέμβαση στην απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, πλην η επέμβαση αυτή είναι συνταγματικώς ανεκτή υπό προϋποθέσεις. Η ως άνω παρέμβαση, εφόσον κρίνεται αναγκαία και πρόσφορη για την προστασία της υγείας και, εντεύθεν, της ζωής των πολιτών, σε συνδυασμό με την εκ του Συντάγματος οφειλόμενη κρατική μέριμνα για την διαφύλαξη της λειτουργίας του συστήματος υγείας, δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη για την επίτευξη του προμνημονευθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού. Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, που οφείλει να στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα. Συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση εάν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού. Στο πλαίσιο αυτό, το Κράτος οφείλει να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για τον περιορισμό της διαδόσεως του ιού. Τέλος, ανακύπτει από το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος η υποχρέωση του ατόμου να ανέχεται, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, περιορισμούς των δικαιωμάτων του και να μεριμνά για την διατήρηση της ατομικής του υγείας με σκοπό να μην μεταδώσει την ασθένεια σε άλλους, έτσι ώστε να γίνεται σεβαστό το ατομικό δικαίωμα των υπολοίπων στην διατήρηση της υγείας τους, αλλά και να μην επιβαρύνεται το σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας, η μέριμνα για την διατήρηση στο αναγκαίο, ανάλογα με τον πληθυσμό, μέγεθος και την απρόσκοπτη λειτουργία του οποίου αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους. Με το άρθρο 11 του Συντάγματος (και 11 της ΕΣΔΑ) καθιερώνεται το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, που περιλαμβάνει την ελευθερία οργανώσεως, διεξαγωγής και συμμετοχής σε δημόσια, προγραμματισμένη ή αυθόρμητη, συγκέντρωση ιδιωτών, σε κλειστό ή υπαίθριο χώρο, με τον κοινό σκοπό είτε να εκφράσουν ή να ανταλλάξουν γνώμες ή πληροφορίες είτε να εκδηλώσουν ή να προβάλουν γνώμες, φρονήματα ή αιτήματα. Το εν λόγω δικαίωμα οριοθετείται από τις διατάξεις των υπολοίπων άρθρων του Συντάγματος. Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 11 του Συντάγματος ερμηνεύονται σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ.1, 5, 7, 21 παρ. 3, 22 παρ. 4 και 25 του Συντάγματος, αλλά και σε αρμονία με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 11 της ΕΣΔΑ. Η διάταξη του εδαφίου β΄ της παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο της υποχρεώσεως του Κράτους να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση όλων των ατομικών δικαιωμάτων, όπως μπορούν να επιβληθούν σοβαροί περιορισμοί σε άλλα εξ ίσου θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, ο νόμος μπορεί επίσης να προβλέψει την επιβολή, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμών για ορισμένο εκάστοτε χρόνο στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι εξικνουμένων έως και την απαγόρευση ορισμένων, κατά χρόνο προσδιοριζόμενων, δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, αν εξαιτίας τους τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία. Συνεπώς, το γεγονός ότι το άρθρο 11 δεν προβλέπει στην παράγραφο 2 εδ. β΄ αυτού ρητώς την περίπτωση ανάγκης προστασίας της υγείας ως λόγου που μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, εν αντιθέσει με το άρθρο 11 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, δεν έχει την έννοια ότι ο συντακτικός νομοθέτης, ενώ επιτρέπει σοβαρές επεμβάσεις στην άσκηση άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου όταν τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία, ειδικώς ως προς το ατομικό δικαίωμα του συνέρχεσθαι δεν επιτρέπει την, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, επιβολή περιορισμών στην άσκησή του στην περίπτωση τέτοιου κινδύνου, ακόμη και όταν υπάρχει κίνδυνος για την ανθρώπινη ζωή. Άλλωστε, στην έννοια του «σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια», περιλαμβάνεται και ο σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, η διαφύλαξη της οποίας αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση της δημόσιας ασφάλειας, ενώ στην έννοια της «σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής» περιλαμβάνεται και ο σοβαρός κίνδυνος για τη λειτουργία των υποδομών ζωτικής σημασίας, όπως του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Ο δικαστικός έλεγχος δε της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας στην περίπτωση αυτή, περιορίζεται στην κρίση εάν η απαγόρευση των υπαίθριων συναθροίσεων, σε όλη τη χώρα, όταν ο κίνδυνος αφορά όλη την επικράτεια, ή σε τμήμα αυτής, είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο μέτρο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού. Η δε επιβολή κυρώσεων στην περίπτωση θεσπίσεως περιορισμών στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 11 της ΕΣΔΑ. (Μειοψ.). Περαιτέρω, η κρίση, ως προς το έκτακτο των περιστάσεων και το εξαιρετικώς επείγον και απρόβλεπτο της ανάγκης για την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (Π.Ν.Π.) δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, κατά την έννοια του άρθρου 44 παρ. 1 Συντ., γιατί συνδέεται με την εκτίμηση της ανάγκης του μέτρου, η οποία ανάγεται στην σφαίρα της πολιτικής ευθύνης των οργάνων που κατά το Σύνταγμα ασκούν στην πιο πάνω περίπτωση τη νομοθετική εξουσία. Με την θεσπισθείσα στην από 20.3.2020 Π.Ν.Π. ρύθμιση εξειδικεύεται η κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος αρμοδιότητα της αστυνομικής αρχής να επιβάλει για ορισμένο εκάστοτε χρόνο περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι δυνάμενο να εξικνείται έως και την απαγόρευση ορισμένων, κατά χρόνο προσδιοριζόμενων, δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων ειδικώς για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, είτε γενικώς σε όλη την επικράτεια, εάν ο επαπειλούμενος κίνδυνος αφορά όλη τη χώρα, είτε σε συγκεκριμένη περιοχή ή περιοχές, δίδεται δε περαιτέρω εξουσιοδότηση για την πρόβλεψη της επιβολής διοικητικών προστίμων σε περίπτωση παραβιάσεως της απαγορεύσεως αυτής. Η εν λόγω διάταξη εντάσσεται στο πλαίσιο των μέτρων που ελήφθησαν κατεπειγόντως, λόγω της πιεστικής ανάγκης να αντιμετωπισθεί ο απειλών την δημόσια υγεία και την ανθρώπινη ζωή σοβαρός κίνδυνος διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε ακόμη εξευρεθεί επιστημονικώς τεκμηριωμένη λύση για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του. Ενόψει των ανωτέρω, η ως άνω διάταξη δεν καταργήθηκε με τις διατάξεις του ν. 4703/2020 και του κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντος π.δ. 73/2020, οι οποίες δεν έχουν ως σκοπό να ρυθμίσουν ζητήματα που ανακύπτουν από την ανάγκη της κατεπείγουσας αντιμετωπίσεως του ανωτέρω συγκεκριμένου κινδύνου, μέχρι την εξεύρεση λύσεως για την ανάσχεση της πανδημίας, ούτε, άλλωστε, περιέχουν καμία σχετική ρύθμιση. (Μειοψ.). Με την από 6.11.2020 ΚΥΑ προβλέφθηκε η αναστολή μόνον των λοιπών, δηλαδή πλην των διεπομένων από το άρθρο 11 Συντ. και τον ν. 4703/2020, συναθροίσεων, δεδομένου ότι η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 3 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π., στην οποία αυτή στηρίζεται, δεν παρέχει εξουσιοδότηση στους Υπουργούς να επιβάλλουν μέτρο σχετικό με περιορισμό των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων του άρθρου 11 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι προσφεύγοντες ότι με την από 6.11.2020 ΚΥΑ ρυθμίζεται για το διάστημα από 7.11.2020 έως και 30.11.2020 σε όλη την Επικράτεια (και) το ζήτημα των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων του άρ. 11 Συντ. (δηλαδή ότι με βάση την εν λόγω ΚΥΑ αυτές επιτρέπονται χωρίς κανένα απολύτως περιορισμό, ως εξαιρούμενες από την αναστολή των λοιπών συναθροίσεων) και ότι η ΚΥΑ αυτή κατήργησε τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π.. Επίσης, η ανωτέρω διάταξη της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. δεν καταργήθηκε, ούτε σιωπηρώς ούτε ρητώς, με τον ν. 4703/2020 ή το π.δ. 73/2020 που δεν ρυθμίζουν το ζήτημα αυτό. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η από 20.3.2020 Π.Ν.Π. κυρώθηκε -εμπροθέσμως και σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 1 Συντ.- με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020, οι ρυθμίσεις της έχουν καταστεί ρυθμίσεις του νόμου αναδρομικώς και εφεξής ενόσω ισχύει ο νόμος αυτός και δεν ελέγχεται αν εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι για τους οποίους εκδόθηκε η Π.Ν.Π.. (Μειοψ.). Περαιτέρω, η ανάγκη αντιμετωπίσεως σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια υγεία συνιστά λόγο, που δικαιολογεί κατ’ αρχήν, κατά το άρθρο 11 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και σε αρμονία και με τα άρθρα 2 και 11 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, την επιβολή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, οι οποίοι δύνανται να εξικνούνται έως την πλήρη απαγόρευση ορισμένων, προσδιοριζομένων κατά χρόνο, δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων. (Μειοψ.). Επιπλέον, ο λόγος, με τον οποίο προβλήθηκε ότι η καθολική απαγόρευση όλων των συναθροίσεων για τέσσερις ημέρες σε όλη την Επικράτεια είναι αντίθετη στο Σύνταγμα, διότι δεν ενεργοποιείται εκ του Συντάγματος αρμοδιότητα της αστυνομικής αρχής να απαγορεύσει τις συναθροίσεις σε ολόκληρη την Επικράτεια, απορρίφθηκε, προεχόντως διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι με την επίμαχη απόφαση 1029/8/18/13.11.2020 του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας απαγορεύθηκαν γενικώς και αορίστως οι πάσης φύσεως συναθροίσεις σε όλη τη χώρα, ενώ με την πράξη αυτή τέθηκαν περιορισμοί ως προς τις συγκεκριμένες συναθροίσεις που ήταν γνωστό ότι είχαν προγραμματισθεί να λάβουν χώρα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973, ο οποίος, όπως είναι κοινώς γνωστό, κατά το συνήθως συμβαίνον διαρκεί επί τριήμερο. Με την θέσπιση δε των περιορισμών αυτών ως προς συγκεκριμένες συναθροίσεις προδήλως δεν αποφασίσθηκε η επιτρεπόμενη μόνον υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 48 του Συντάγματος αναστολή της ισχύος, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του άρθρου 11 του Συντάγματος. Εξάλλου, εφόσον επιβλήθηκε η απαγόρευση των συναθροίσεων σε όλη τη χώρα για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, είναι δε κοινώς γνωστό ότι συναθροίσεις για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου γίνονται σε όλες τις περιοχές της χώρας, δεν χρειαζόταν, ούτε κατά την έννοια του άρθρου 11 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος ούτε κατά την έννοια του άρθρου εξηκοστού ογδόου παρ. 2 της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. να προσδιορισθούν ειδικότερα στην απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας οι περιοχές αυτές ούτε πολύ περισσότερο οι συγκεκριμένοι δημόσιοι χώροι, στους οποίους αφορούσε η θεσπιζόμενη απαγόρευση, χωρίς η παράλειψη αυτή να συνεπάγεται αναστολή του δικαιώματος του συνέρχεσθαι μη επιτρεπόμενη κατά το Σύνταγμα. Επίσης, η πρόληψη σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια υγεία, όπως είναι η πανδημία, συνιστά λόγο που δικαιολογεί την επιβολή και γενικής ακόμη απαγορεύσεως σε όλη τη χώρα δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, ορισμένων κατά χρόνο, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. έχει εκδοθεί εντός των ορίων της διατάξεως του εδαφίου β΄ της παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος, είναι δε σαφής και ορισμένη, εναρμονιζόμενη προς το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, παρέχουσα στον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας την αρμοδιότητα, για όσο χρόνο διαρκεί ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, να λαμβάνει, μετά από γνώμη εξειδικευμένης Επιτροπής, ως εκ του επιστημονικού χαρακτήρα των συνεκτιμωμένων παραμέτρων, μέτρα περιορισμού του δικαιώματος του συνέρχεσθαι όχι για αόριστο χρονικό διάστημα, αλλά για ορισμένες, χρονικώς προσδιοριζόμενες, συναθροίσεις, γνωστές στην αστυνομική αρχή. Επιπλέον, η διατυπωθείσα κατά τη συνεδρίαση της 4.11.2020 γνωμοδότηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19 αποτελεί συννόμως για την επίμαχη απόφαση του Αρχηγού της Ελληνική Αστυνομίας την απαιτούμενη από την παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. γνώμη. Δεν χρειαζόταν δε η ως άνω Επιτροπή να δικαιολογήσει ειδικώς γιατί θα έπρεπε να απαγορευθούν, εκτός από τις κοινές συναθροίσεις, και οι συναθροίσεις του άρθρου 11 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, η παράλειψή της να αναφερθεί ρητώς στις εν λόγω συναθροίσεις δεν έχει την έννοια ότι ως προς αυτές διαφοροποιείται η γνώμη της. Και τούτο, διότι η υπαγομένη στην έννοια της συνάθροισης του άρθρου 11 του Συντάγματος δημόσια υπαίθρια συνάθροιση διακρίνεται, βεβαίως, από νομικής απόψεως από την απλή μετακίνηση ή συγκέντρωση πολλών μαζί ατόμων σε εξωτερικό χώρο, πλην η διαφορά αυτή δεν ασκεί επιρροή από υγειονομικής απόψεως ως προς τον κίνδυνο μεταδόσεως του ιού COVID-19. Συνεπώς τηρήθηκε ο προβλεπόμενος από την παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. τύπος της προηγούμενης γνωμοδοτήσεως από την ως άνω Επιτροπή για την έκδοση της αποφάσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. Περαιτέρω, εν προκειμένω, η επιβολή του επίμαχου μέτρου της απαγορεύσεως επί τετραήμερο συναθροίσεων τεσσάρων και πλέον ατόμων για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973 δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι συνέτρεχαν εξαιρετικώς επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, που αφορούσαν την προστασία της δημόσιας υγείας από τον σοβαρό κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού COVID-19. Επίσης, λαμβανομένων υπόψη αφενός γνωστών, κατά κοινή πείρα, στην αστυνομική αρχή στοιχείων, ήτοι του μεγάλου αριθμού των ατόμων που, κατά τα κοινώς γνωστά, συγκεντρώνονται κατά τον εορτασμό της 17ης Νοεμβρίου 1973, της συνήθους πυκνότητας των εν λόγω συγκεντρώσεων, αλλά και των συνήθων εκδηλώσεων των συμμετεχόντων, και αφετέρου του τρόπου που μεταδίδεται ο συγκεκριμένος ιός, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο (Νοέμβριος 2020) η επιβολή του μέτρου της απαγορεύσεως επί τετραήμερο συναθροίσεων τεσσάρων και πλέον ατόμων για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973 ήταν προδήλως απρόσφορο και μη αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας, ενόψει, μάλιστα, της θετικής υποχρεώσεως του Κράτους για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και υγείας, σε συνδυασμό με τη μέριμνα για την διαφύλαξη της λειτουργίας του συστήματος υγείας, αλλά και την υποχρέωση του ατόμου να ανέχεται υπό προϋποθέσεις, περιορισμούς των δικαιωμάτων του (άρ. 25 παρ. 4 Συντάγματος). Εξάλλου, ούτε η επιβολή της ανωτέρω απαγορεύσεως σε όλη τη χώρα και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών αποτελεί προδήλως απρόσφορο και μη αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, ενόψει του ότι είχε δημοσιοποιηθεί η πρόθεση και σχετική πρόσκληση ατόμων/συλλογικοτήτων/οργανώσεων/φορέων να πραγματοποιήσουν σε διάφορες περιοχές της χώρας συγκεντρώσεις/πορείες για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973. Συνεπώς, η επίμαχη απαγόρευση δεν έθιξε τον πυρήνα του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και δεν ανέστειλε την εφαρμογή του άρθρου 11 του Συντάγματος. Επίσης, όπως προκύπτει από το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τα λαμβανόμενα για τον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 αναγκαία μέτρα, τα μέτρα της χρήσης μάσκας και αντισηπτικού, καθώς και της τήρησης αποστάσεων ή του ορισμού ανώτατου αριθμού συμμετεχόντων σε διάφορες δραστηριότητες συνιστούν παράλληλα προβλεπόμενα μέτρα γενικής εφαρμογής, τα οποία ο νομοθέτης έχει κρίνει ότι, ανάλογα με τα επιδημιολογικά δεδομένα, μπορεί να μην είναι από μόνα τους επαρκή για τον περιορισμό της διάδοσης του ιού, οπότε πρέπει να συνδυάζονται με δέσμη μέτρων αποκλεισμού ή περιορισμού των δραστηριοτήτων σε διάφορους χώρους όχι μόνον κλειστούς, αλλά και ανοικτούς, τα μέτρα δε αυτά αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τα υφιστάμενα εκάστοτε επιδημιολογικά δεδομένα και την εξέλιξη των έγκυρων επιστημονικών παραδοχών. Τέλος, απορρίφθηκε και ο λόγος ότι δεν συμβιβάζεται η απαγόρευση των συναθροίσεων με το γεγονός ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα επιτρεπόταν η λειτουργία των λαϊκών αγορών, στις οποίες, με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας, οι καταναλωτές συνωστίζονται περισσότερο απ’ ότι οι διαδηλωτές σε μια ελεγχόμενη συνάθροιση. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως του ότι ανάγεται στην ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη ο καθορισμός των εξαιρέσεων από τον θεσπιζόμενο με το άρ. 3 παρ. 1 της από 6.11.2020 ΚΥΑ περιορισμό κυκλοφορίας, εν πάση περιπτώσει η εξακολούθηση της λειτουργίας των λαϊκών αγορών κατά το χρονικό διάστημα των τεσσάρων ημερών, κατά το οποίο διήρκεσε η επίμαχη απαγόρευση, δεν καθιστά το μέτρο της απαγορεύσεως των συναθροίσεων δυσανάλογο ούτε παραβιάζει την αρχή της ισότητας, αφού η λειτουργία των λαϊκών αγορών εξυπηρετεί μια ζωτική ανάγκη μεγάλου μέρους του πληθυσμού που είναι η προμήθεια των αναγκαίων τροφίμων για την οποία επιτρεπόταν η μετακίνηση με βάση την ως άνω ΚΥΑ. (Μειοψ.). Περαιτέρω, η πρόβλεψη επιβολής κυρώσεως, όπως το διοικητικό πρόστιμο, σε περίπτωση παραβιάσεως μέτρων περιοριστικών του δικαιώματος του συνέρχεσθαι για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, στο πλαίσιο μέτρων περιορισμού του δικαιώματος ελεύθερης κινήσεως των πολιτών, δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 11 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 11 της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, η επιβολή προστίμου, ως έννομη συνέπεια της μη συμμορφώσεως προς την θεσπισθείσα απαγόρευση, ενόψει και του ύψους του προστίμου (300 ευρώ), δεν είναι προδήλως δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Η παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. εξακολουθεί να ισχύει και μετά τον ν. 4703/2020 και το κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέν π.δ. 74/2020, δεν αντίκειται δε στο άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος ούτε σε άλλη συνταγματική διάταξη. Επίσης, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα ούτε σε διάταξη νόμου η υπ’ αριθ. 1029/8/18/13.11.2020 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. Μετά την επίλυση των ανωτέρω ζητημάτων, το ΣτΕ έκρινε ότι δεν συντρέχει λόγος να παραπέμψει την υπόθεση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, αλλά ότι πρέπει να την κρατήσει και να την δικάσει περαιτέρω. Εν προκειμένω, ναι μεν οι προσφεύγοντες επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν τις προβλεπόμενες στην από 20.3.2020 ΚΥΑ σχετικές βεβαιώσεις μετακινήσεως κατά την κρίσιμη ημερομηνία της 17.11.2020, στις οποίες ως λόγοι αναφέρονται επιτρεπτές περιπτώσεις μετακινήσεως, πλην, όμως, στο δικόγραφο της προσφυγής τους συνομολογούν ότι συμμετείχαν σε απαγορευθείσα συγκέντρωση για την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου 1973 στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, υποστηρίζοντας στα αστυνομικά όργανα που τους επέβαλαν τα σχετικά πρόστιμα ότι ασκούσαν το νόμιμο δικαίωμά τους στην συνάθροιση.  Με τα δεδομένα αυτά, το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες έφεραν μαζί τους και επέδειξαν στα διενεργήσαντα τον σχετικό έλεγχο αρμόδια όργανα βεβαίωση, η οποία επέχει θέση υπεύθυνης δηλώσεως, ότι μετακινούντο για κάποιον από τους λόγους για τους οποίους επιτρεπόταν, κατ’ εξαίρεση, η μετακίνηση κατά τον χρόνο εκείνο, δεν ασκεί καμία επιρροή και δεν καθιστά μη νόμιμες τις πράξεις επιβολής εις βάρος τους του ένδικου προστίμου, εφόσον εν πάση περιπτώσει, όπως συνάγεται από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου ότι διαπιστώθηκε από τα αρμόδια όργανα, αλλά συνομολογούν και ρητώς και οι ίδιοι, δεν μετακινούντο πράγματι για τον λόγο που αναφερόταν στις εν λόγω βεβαιώσεις, αλλά συμμετείχαν σε συνάθροιση στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, που είχε απαγορευθεί με απόφαση, η οποία είχε εκδοθεί νομίμως. 


Σύνδεσμος

ΟλΣτΕ 1681/2022 - Πλήρες κείμενο »