1 Νοε 2021
Με την παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου οι ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών. Η διάταξη του άρθρου 115 του ν. 4636/2019, η οποία αποτελεί την κατάληξη μιας τμηματικής και προσεκτικής μεταφοράς των σχετικών με το δίκαιο των αλλοδαπών αρμοδιοτήτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας προς τα διοικητικά δικαστήρια, αποβλέπει στην καλύτερη οργάνωση της απονομής δικαιοσύνης σε αυτήν την κρίσιμη όλα τα τελευταία χρόνια κατηγορία διαφορών. Η συγκέντρωση του συνόλου των διαφορών που αναφύονται από πράξεις σχετικές με το δίκαιο των αλλοδαπών (με την εξαίρεση των διαφορών που αφορούν την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας που δικάζονται από το διοικητικό εφετείο κατά την παρ. 9 του άρθρου 57 του ν. 4689/2020) στα διοικητικά πρωτοδικεία γίνεται σε χρόνο που τα δικαστήρια αυτά έχουν αποκτήσει ήδη πολυετή εμπειρία από την εκδίκαση συναφών διαφορών. Το γεγονός δε ότι οι εκδιδόμενες στις διαφορές αυτές αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας συνιστά μία επιπλέον εγγύηση και εξασφαλίζει την ενότητα της νομολογίας. Περαιτέρω, οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών (ΑΕΠ) δεν αποτελούν δικαστήρια, κατά την έννοια του Συντάγματος, ούτε συνιστούν πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επίλυση των διαφορών των οποίων επιλαμβάνονται κατά το νόμο, αλλά ανεξάρτητες αρχές (εντασσόμενες στη δομή) της εκτελεστικής λειτουργίας του κράτους. Ασκούν, πάντως, αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος. Εξάλλου, ναι μεν οι ΑΕΠ συγκροτούνται (πλέον αποκλειστικά) από δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αλλά τα πρόσωπα αυτά στελεχώνουν τις ΑΕΠ και ασκούν (συλλογικά και με καθεστώς προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας) τις αρμοδιότητες των ΑΕΠ όχι υπό την ιδιότητά των ως δικαστικών λειτουργών, αλλά ως κρατικοί λειτουργοί – μέλη ανεξάρτητων αρχών της εκτελεστικής λειτουργίας. Τούτων έπεται ότι, στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού ελέγχου των αποφάσεων των ΑΕΠ από τα διοικητικά πρωτοδικεία, δεν κρίνεται η νομιμότητα αποφάσεων δικαστηρίων ή αποφάσεων δικαιοδοτικών, ήτοι εκδοθεισών κατ’ ενάσκηση της προβλεπόμενης στο Σύνταγμα δικαστικής λειτουργίας, ούτε, άλλωστε, ελέγχονται κρίσεις δικαστικών λειτουργών, εξενεχθείσες υπό την ιδιότητά τους αυτή, αλλά κρίσεις συλλογικών οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας. Ο ως άνω δικαιοδοτικός έλεγχος ασκείται από δικαστικούς λειτουργούς των διοικητικών πρωτοδικείων, οι οποίοι απολαύουν των προβλεπόμενων από το Σύνταγμα και το νόμο αυξημένων εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπονομεύεται ή αποδυναμώνεται συνεπεία της έκδοσης των υπό έλεγχο πράξεων από όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας στα οποία συμμετέχουν άλλοι δικαστικοί λειτουργοί. Συνεπώς, ο έλεγχος από τα διοικητικά πρωτοδικεία των αποφάσεων των ΑΕΠ στις οποίες τυχόν συμμετέχουν δικαστικοί λειτουργοί έχοντες βαθμό ανώτερο του προέδρου πρωτοδικών ή του πρωτοδίκη (δηλαδή διοικητικοί εφέτες ή πρόεδροι εφετών διοικητικών δικαστηρίων) δεν γεννά ζήτημα παραβίασης της αρχής της ορθολογικής οργάνωσης της δικαιοσύνης ούτε των επιταγών του Συντάγματος και του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου περί δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν τίθενται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι οι πρωτοδίκες των διοικητικών δικαστηρίων επιθεωρούνται και από προέδρους εφετών ούτε από το γεγονός ότι οι επιθεωρητές πρόεδροι εφετών μπορεί να προτείνουν την άσκηση πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρούμενου πρωτοδίκη. Και τούτο, ιδίως ενόψει των εγγυήσεων του Συντάγματος αλλά και του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων τόσο για την επιθεώρηση (η οποία διενεργείται, κατά τρόπο επαρκώς αιτιολογημένο και τεκμηριωμένο, από περισσότερους δικαστικούς λειτουργούς, και του Συμβουλίου της Επικρατείας), όσο και για τον πειθαρχικό έλεγχο (που ασκείται από συμβούλια τα οποία συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές) και τις προαγωγές και λοιπές υπηρεσιακές μεταβολές (που διενεργούνται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης). Άλλωστε, η άσκηση από τους προέδρους εφετών διοικητικών δικαστηρίων των αρμοδιοτήτων επιθεώρησης και πειθαρχικού ελέγχου δικαστών των διοικητικών πρωτοδικείων διέπεται από τη θεμελιώδη στην ημεδαπή και στην ενωσιακή έννομη τάξη αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας, η οποία μπορεί να βρει πεδίο εφαρμογής και όταν οι ασκούντες τις εν λόγω αρμοδιότητες έχουν προηγουμένως ασκήσει καθήκοντα μέλους ΑΕΠ. Εξάλλου, η πρόβλεψη (άρθρο 115 παρ. 7 ν. 4636/2019) ότι η αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων επί των υποθέσεων που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα ισχύει και για τις εκκρεμείς ενώπιον των διοικητικών εφετείων υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος και οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία, δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα από συνταγματικής άποψης και, ειδικότερα, δεν αντίκειται προς τη θεσπιζόμενη με το άρθρο 8 εδ. α΄ του Συντάγματος αρχή του φυσικού δικαστή, εφόσον το ανωτέρω κριτήριο είναι γενικό και αντικειμενικό, η ρύθμιση δε αποβλέπει στην καλύτερη οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης στην επίμαχη κατηγορία διαφορών. (Μειοψ.). Δεδομένου ότι η διάταξη με την οποία ορίζεται η συγκέντρωση των διαφορών αυτών στα πρωτοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης έγινε για το λόγο ότι αυτά διαθέτουν υποδομές και οργάνωση κατάλληλες για την ταχεία εκδίκασή τους, κρίνεται ότι εξυπηρετεί οργανωτικό αποκλειστικά σκοπό και δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική διάταξη.