25 Ιουν 2020
Η ελευθερία εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρα 49 και 56 της ΣΛΕΕ) υπόκειται σε περιορισμούς για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας (ήτοι, για τους λόγους που προβλέπονται στα άρθρα 51 και 52 της ΣΛΕΕ, τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 62, έχουν εφαρμογή και στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών), καθώς και για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Όπως παγίως δέχεται η νομολογία του ΔΕΕ, επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν περιορισμούς στην επιχειρηματική δραστηριότητα των τυχερών παιγνίων, είναι η προστασία των καταναλωτών και η αποτροπή της απάτης και της παρότρυνσης σε υπερβολική δαπάνη συνδεόμενη με τα τυχερά παίγνια. Συναφώς, γίνεται δεκτό ότι η ρύθμιση των τυχερών παιγνίων με κανόνες δικαίου περιλαμβάνεται στους τομείς, στους οποίους υπάρχουν σημαντικές διαφορές ηθικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής φύσεως μεταξύ των κρατών μελών, ελλείψει δε ενωσιακής εναρμόνισης εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να εκτιμά, με τη δική του κλίμακα αξιών, τις απαιτήσεις που συνεπάγεται η προστασία των διακυβευομένων συμφερόντων. Ως προς τα τυχερά παίγνια που οργανώνονται μέσω του διαδικτύου, ειδικότερα, γίνεται δεκτό ότι ενέχουν κινδύνους διαφορετικής φύσεως και σημαντικότερους σε σχέση με τις παραδοσιακές αγορές τυχερών παιγνίων, λόγω της έλλειψης άμεσης επαφής μεταξύ καταναλωτή και επιχειρηματικού φορέα, των ιδιαίτερων διευκολύνσεων και δυνατοτήτων για διαρκή πρόσβαση σ’ αυτά, καθώς και του τυχόν μεγάλου μεγέθους και συχνότητας της προσφοράς τους, σε περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από απομόνωση του παίκτη, ανωνυμία και απουσία κοινωνικού ελέγχου. Η επίκληση των λόγων που επικαλείται ο νομοθέτης στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4002/2011 καθιστά συμβατή με την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 49 και 56 της ΣΛΕΕ, την προβλεπόμενη στις πάγιες διατάξεις του ν. 4002/2011 χορήγηση, από ελληνική αρχή, ειδικής άδειας για την παροχή υπηρεσιών τυχερών παιγνίων μέσω του διαδικτύου εντός της Ελληνικής Επικράτειας. Το γεγονός ότι μία επαγγελματική δραστηριότητα δεν ρυθμιζόταν νομοθετικά μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή ακόμη και απαγορευόταν, ουδόλως σημαίνει ότι αποκλείεται από οποιαδήποτε συνταγματική διάταξη ή αρχή η δυνατότητα του νομοθέτη, εναρμονιζόμενου, κατά τούτο, με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, να την καταστήσει εφεξής νόμιμη, θεσπίζοντας και εκείνους τους κανόνες λειτουργίας της, τους οποίους θεωρεί προς τούτο πρόσφορους. Αυτό ισχύει και όταν, μέχρι τούδε, η οικεία δραστηριότητα ασκείτο εν τοις πράγμασι παρανόμως, δεδομένου ότι και τότε ο νομοθέτης ευλόγως αποβλέπει, με την εφεξής πρόβλεψη νόμιμης άσκησής της, να οριοθετήσει τη λειτουργία της, αποκλείοντας ενδεχομένως πτυχές της, για τις οποίες εξακολουθεί να εκτιμά ότι δεν πρέπει να επιτραπούν, αλλά προβλέποντας, κατά τα λοιπά, κατά τρόπο γενικό ή ειδικό, και τους κανόνες της νόμιμης άσκησής της. Περαιτέρω, οι κανόνες αυτοί ουδόλως αποκλείεται να θεσπίζονται και τμηματικά, πολλώ μάλλον διότι, από τη φύση του πράγματος, δεν είναι πάντοτε ευχερής η εξ αρχής πλήρης ρύθμιση επαγγελματικού φαινομένου, που πρώτη φορά εισάγεται στην εθνική έννομη τάξη. Εξ άλλου, μεταξύ των πλεονεκτημάτων σχετικής ρυθμίσεως, το οποίο, επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα, επιτρέπεται να λαμβάνεται υπ’ όψιν και να εκτιμάται από το νομοθέτη, είναι, κατ’ εξοχήν μάλιστα, και η εφεξής καθυπαγωγή σε φόρο των δραστηριοποιουμένων στον εν λόγω τομέα επαγγελματικής δραστηριότητας, δεδομένου ότι, με τον τρόπο αυτό, η Πολιτεία και οι πολίτες απολαμβάνουν έσοδα που πριν αδικαιολόγητα δεν εισπράττονταν. Οι ανωτέρω κανόνες ισχύουν, κατά μείζονα λόγο, όταν η οικεία δραστηριότητα ασκείτο μεν παρανόμως στην Ελλάδα, από φορείς, όμως, που ήσαν νομίμως προς τούτο αδειοδοτημένοι από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι η εν λόγω αδειοδότηση, εν όψει και της θεμελιώδους για την Ευρωπαϊκή Ένωση αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, προϋποθέτει ευλόγως ότι οι αδειοδοτικές αρχές έχουν ήδη ελέγξει, έστω και στα βασικά τους στοιχεία, τους όρους ασκήσεως της οικείας δραστηριότητας κατά τους αντίστοιχους κανόνες της δημόσιας τάξης, κατά τρόπο ώστε η, έστω μερική, ρύθμιση των όρων αυτών από τον έλληνα νομοθέτη να μη καταλείπει απροστάτευτη την έννομη τάξη από τρόπους λειτουργίας. που θα ήσαν καταδήλως βλαπτικοί για τους καταναλωτές. Όλα τα ανωτέρω ισχύουν για την επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 50 παρ. 12 του ν. 4002/2011. (Μειοψ.).