11 Απρ 2022
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, κλήθηκε να κρίνει επί της αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο είχαν αρθεί οι διατάξεις δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων των κατηγορούμενων, επειδή κατά την κρίση του Συμβουλίου, είχαν εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω διατάξεις είχαν εκδοθεί από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, μετά την έναρξη της κύριας ανάκρισης για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Το Συμβούλιο είχε δεχτεί ότι η αρμοδιότητα του Προέδρου της Αρχής παύει όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα αυτά, αφού κατά το στάδιο αυτό, αρμόδιος πλέον είναι αποκλειστικά ο ανακριτής (κατ’ άρθρ. 42 παρ. 1, 3 του 4557/2018). Μάλιστα, είχε υποστηρίξει ότι αντίθετη ερμηνεία θα ήταν δογματικά παράδοξη, αφού θα έθετε εκποδών τις εξουσίες του ανακριτή κατά το στάδιο της ανάκρισης, ενώ θα οδηγούσε στην επιβολή δικονομικών μέτρων μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης από μια διοικητική αρχή.
Αντιθέτως, η Ολομέλεια έκρινε ότι, η αρμοδιότητα της Αρχής να διενεργεί έρευνες μπορεί να ασκείται παράλληλα με την τακτική ποινική διαδικασία και τις ενέργειες των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών που μετέχουν σε αυτή. Αυτό καταρχήν προκύπτει από την παρ. 5 του άρθρου 42 του Ν. 4557/2018, όπου προβλέπεται ρητά η συνέχιση της έρευνας από την Αρχή ακόμα και μετά τη διαβίβαση των πληροφοριών στον Εισαγγελέα. Βεβαίως, δε νοείται διεξαγωγή έρευνας από την Αρχή, χωρίς ταυτόχρονη αρμοδιότητα του Προέδρου της για τη λήψη περιοριστικών μέτρων. Συνεπώς, ακόμα και κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ο Πρόεδρος της Αρχής, ο οποίος εξάλλου είναι εν ενεργεία εισαγγελικός λειτουργός, μπορεί να εκδίδει διατάξεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και απαγόρευσης εκποίησης ακινήτων του υπόπτου σε επείγουσες περιπτώσεις (κατ. άρθρ. 42 παρ. 5 του Ν. 4557/2018). Άλλωστε, από καμία διάταξη δεν συνάγεται το αντίθετο. Μάλιστα, ο σκοπός του νομοθέτη είναι η ταχεία και χωρίς νομικά εμπόδια και δικονομικές ακυρότητες διεθνής διερεύνηση και ο εντοπισμός του "μαύρου χρήματος" από την Αρχή, η οποία ενεργεί σε επείγουσες περιπτώσεις που ανακύπτουν και διαρκούσης της κυρίας ανάκρισης (άρθ. 42 § 7 εδ. α Ν. 4557/2018). Υπέρ αυτής της κρίσης, τέλος, προβάλλεται και το επιχείρημα ότι, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 15 του ν. 4637/2019, οι διατάξεις του Προέδρου της Αρχής που είχαν εκδοθεί πριν τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου, για τις οποίες έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης, διαβιβάζονται κατά περίπτωση στον ανακριτή ή το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, οι οποίοι αποφαίνονται για την επικύρωση ή μη της διάταξης.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι, η Ολομέλεια δέχεται ότι η αρμοδιότητα του Προέδρου της Αρχής για τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων έχει διφυή χαρακτήρα, καθώς πρόκειται τόσο για ιδιότυπο μέτρο συλλογής αποδείξεων, όσο και για μέτρο καταναγκασμού σε βάρος του υπόπτου. Συνακόλουθα, το μέτρο αυτό δεν έχει διοικητικό χαρακτήρα, αλλά εντάσσεται στα διωκτικά μέτρα της ποινικής νομοθεσίας, αφού ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με το αντίστοιχο μέτρο που λαμβάνεται από τον Ανακριτή και ελέγχεται ουσιαστικώς από όργανο της Ποινικής Δικαιοσύνης (Δικαστικό Συμβούλιο). Η λειτουργία όμως της Αρχής και οι πράξεις του Προέδρου της κείνται εκτός του ποινικού δικονομικού συστήματος και οι έρευνές της δεν συνιστούν προανακριτικό έργο, ούτε υπόκεινται στους ποινικούς δικονομικούς κανόνες, αλλά στο ειδικό καθεστώς του Ν. 4557/2018.
Κατόπιν αυτών, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε το προσβαλλόμενο βούλευμα λόγω θετικής υπέρβασης εξουσίας του Συμβουλίου και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα κρίση στο εκδόντα το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.