29 Ιαν 2021
Σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση, οι κατηγορούμενοι είχαν κριθεί ένοχοι ανθρωποκτονίας. Ειδικότερα είχε κριθεί ότι, ο ανθρωποκτόνος δόλος προέκυπτε από το μέσο που χρησιμοποιήθηκε (πυροβόλο όπλο), από το γεγονός ότι το θύμα πυροβολήθηκε έξι φορές από πολύ μικρή απόσταση και, τέλος, από το ότι ο δράστης στόχευσε στα πόδια του θύματος και μάλιστα στην περιοχή της μηριαίας αρτηρίας. Το θύμα εξάλλου απεβίωσε εξ αιτίας μεθαιμορραγικού σοκ από τραυματικές κακώσεις των κάτω άκρων και πλήξης των μηριαίων αρτηριών μετά από πυροβολισμούς. Το δε μεθαιμορραγικό σοκ οφειλόταν στο σακχαρώδη διαβήτη και την παλιά αγγειοπάθεια των κάτω άκρων από την οποία έπασχε και το οποίο γνώριζαν οι κατηγορούμενοι. Έτσι, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, ήταν γνωστό σε όλους το πρόβλημα υγείας, «εξ ου και το παρατσούκλι "Σάπιος" και αντιμετώπιζε σοβαρά κινητικά προβλήματα, οπότε ήταν φανερό ότι οποιαδήποτε τρώση των ποδιών του μπορούσε να αποβεί μοιραία».
To δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντίθετα μετέβαλε την κατηγορία από ανθρωποκτονία σε βαριά σωματική βλάβη και ηθική αυτουργία σε αυτή. Ειδικότερα έκρινε ότι, ο πρώτος κατηγορούμενος ήθελε μόνο να προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη στο θύμα, αφού εάν ήθελε να το σκοτώσει, στην απόσταση του ενός μέτρου που βρισκόταν, θα το πυροβολούσε με το πιστόλι στο κεφάλι ή στο θώρακα ή στην κοιλιακή χώρα όπου υπάρχουν ζωτικά όργανα (καρδιά, πνεύμονες, ήπαρ κ.λπ.) και όχι στα πόδια του. Τα ίδιο δέχτηκε και για τον δεύτερο κατηγορούμενο, ο οποίος προκάλεσε την απόφαση στον πρώτο κατηγορούμενο, να τραυματίσει το θύμα στα πόδια, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτόν θα του έδινε τα χρήματα που του όφειλε από αγοραπωλησία ναρκωτικών.
Σχετικά με την υπαιτιότητα του ηθικού αυτουργού της θανατηφόρας βλάβης, το δικαστήριο επισημαίνει ότι, επί των εγκλημάτων εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων, ο ηθικός αυτουργός (στο βασικό έγκλημα) τιμωρείται με τη βαρύτερη ποινή (όπως και ο φυσικός αυτουργός), αν το βαρύτερο αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί και σε δική του αμέλεια. Χωρίς εκ τούτου να χαρακτηρίζεται ως ηθικός αυτουργός σε εξ αμελείας έγκλημα, αφού σε αμέλειά του αποδίδεται μόνο το αποτέλεσμα και όχι η βασική (εκ δόλου) πράξη, την οποία αφορά η ηθική αυτουργία.
Σχετικά με την πράξη της διακίνησης ναρκωτικών, το δικαστήριο έκρινε ότι, η πράξη τιμωρείται άπαξ όταν αφορά μία ποσότητα ναρκωτικών. Εν προκειμένω, όμως, ο δεύτερος κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος δύο ξεχωριστών εγκλημάτων παράνομης διακίνησης ναρκωτικών κατ’ εξακολούθηση από τοξικομανή, καθώς επρόκειτο για άλλα είδη ναρκωτικών και άλλη ποσότητα ηρωίνης. Έτσι επιβλήθηκε ποινή 5 ετών φυλάκισης για κάθε μία εξ αυτών.
Τέλος, το δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση ως προς την αναγνώριση του ελαφρυντικού που αυτό είχε ήδη αναγνωρίσει, ένεκα της απαγόρευσης χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου (άρθρο 470 ΚΠΔ).
Ωστόσο, απέρριψε ως ουσία αβάσιμο τον ισχυρισμό περί αναγνώρισης του ελαφρυντικού του άρθρου 84§2 εδ.ε’ του Π.Κ., της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς για μακρό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο κατηγορούμενος ήταν κρατούμενος. Έτσι, θεώρησε ότι, η τυπική και συνήθης συμμόρφωση του καταδίκου στο εξαναγκαστικό ρυθμιστικό πλαίσιο των σωφρονιστικών καταστημάτων, αξιολογείται και αξιοποιείται για την παροχή των ευεργετημάτων που προβλέπει ρητά και ειδικά ο νόμος (συνυπολογισμός χρόνου εργασίας κατά την έκτιση της ποινής, λήψη αδειών κλπ.). Απεναντίας, το σχετικό ελαφρυντικό αναγνωρίζεται μόνο σε εξαιρετικές και διακριτές εκείνες περιπτώσεις που η στάση και συμπεριφορά του υπαιτίου υπερβαίνει κατά πολύ τη συνήθη στάση και συμπεριφορά συμμόρφωσης του μέσου κρατούμενου για την εξασφάλιση των προβλεπόμενων σωφρονιστικών ευεργετημάτων και αντανακλά, με διαπιστωμένη βεβαιότητα, την ειλικρινή ψυχοβουλητική μεταστροφή αυτού, τη σταθερή εναρμόνισή του προς τις επιταγές της έννομης τάξης και την ουσιαστική σωφρονιστική βελτίωση της προσωπικότητάς του.
Ομοίως το δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό περί αναγνώρισης του ελαφρυντικού του άρθρου 84§3 του νέου ΠΚ, ήτοι της μη εύλογης διάρκειας της δίκης. Επεσήμανε ότι, για τη σχετική κρίση, το δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά ιδίως: α) την καταχρηστική ή παρελκυστική συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης, β) την πολυπλοκότητα των πραγματικών και νομικών ζητημάτων, γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών και δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον κατηγορούμενο. Εν προκειμένω ελήφθη υπόψη ότι, η σύλληψη του πρώτου κατηγορουμένου έγινε στις 2 Μαρτίου 2017 και μέχρι την ημερομηνία αυτή διακινούσε παράνομα ναρκωτικές ουσίες σε τρίτους, δηλαδή στην πραγματικότητα ο χρόνος εκδίκασης της κρινόμενης υποθέσεως ανέρχεται σε τρία (3) χρόνια και οκτώ (8) μήνες, ο οποίος κρίθηκε εύλογος.
Τέλος, κατά την επιμέτρηση της ποινής κατ’ άρθρο 79 ΠΚ, το δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι κανένας από τους κατηγορούμενους δεν διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση των εγκλημάτων, ενώ μέχρι την έναρξη εκδίκασης της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αμφότεροι δήλωναν ότι δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται.