24 Ιουν 2022
Μετά τη διενέργεια ποινικής διαπραγμάτευσης και την κατάρτιση σχετικού πρακτικού, οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν στο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων (κατ’ άρθρ. 303 ΚΠΔ) για την κήρυξη της ενοχής και την επιβολή ποινής για τις πράξεις της εγκληματικής οργάνωσης και των διακεκριμένων κλοπών που τελέσθηκαν κατ’ εξακολούθηση από περισσότερους δράστες και η συνολική αξία των κλοπιμαίων ήταν άνω των 120.000,00 ευρώ.
Όπως είναι γνωστό, σε αυτή την περίπτωση, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, χωρίς να δεσμεύεται από το πρακτικό διαπραγμάτευσης, τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 368 περ. β’ και γ’ ΚΠΔ και δικαιούται να μεταβάλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης προς όφελος του κατηγορουμένου.
Εν προκειμένω, κρίθηκε ότι, η πρώτη μερικότερη πράξη κλοπής, φερόμενη ως τελεσθείσα το έτος 2011, δεν συνδέεται με τις μεταγενέστερες πράξεις των ετών 2019 και 2020 με ταυτότητα της απόφασης ως προς την εκτέλεσή τους, ήτοι με ενότητα δόλου των κατηγορουμένων, λόγω της μεγάλης χρονικής απόστασης μεταξύ τους. Επομένως, η πρώτη αυτή πράξη δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος της διακεκριμένης κλοπής που αποδόθηκε στους κατηγορούμενους, αλλά συρρέει πραγματικά με αυτήν. Περαιτέρω, για τον χαρακτηρισμό της θα ληφθεί υπόψη μόνο η αξία του αντικειμένου της, που δεν υπερβαίνει το ποσό των 120.000, 00 €, ενώ θα εφαρμοστεί η ευνοϊκότερη εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 374 ΠΚ όπως ίσχυσε μετά τον Ν. 4619/2019 (οπότε καταργήθηκε η περίπτωση του εν λόγω άρθρου που προσέδιδε κακουργηματικό χαρακτήρα στην πράξη που τελούνταν από δύο ή περισσότερους δράστες που είχαν ενωθεί για να τελούν κλοπές) και πριν την εκ νέου τροποποίησή του άρθρου αυτού με τον Ν. 4637/2019. Συνακόλουθα, για την πράξη αυτή πρέπει να παύσει η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Κατόπιν αυτών, κρίθηκε ότι οι κατηγορούμενοι ενώθηκαν το έτος 2019 και όχι το έτος 2011 για να διαπράττουν κακουργηματικές κλοπές. Επομένως, η οργάνωση που συνέστησαν, αφού η δράση της δεν εκτεινόταν σε βάθος χρόνου, δεν είχε την μορφή της εγκληματικής οργάνωσης. Έτσι το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων μετέβαλε την κατηγορία προς όφελος των κατηγορουμένων στην πράξη της συμμορίας κατ’ άρθρ. 187 παρ. 3 ΠΚ.
Ωστόσο, το δικαστήριο απέρριψε τους λοιπούς αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, που απαραδέκτως προβλήθηκαν, καθόσον άπτονται της ουσιαστικής βασιμότητας της κατηγορίας, η έρευνα της οποίας απαιτεί τη διεξαγωγή αποδεικτικής διαδικασίας που, όμως, μετά την κατάρτιση πρακτικού διαπραγμάτευσης και ομολογίας των πραγματικών περιστατικών της κατηγορίας, δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του.