Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr

Πρόσφατη νομολογία


 

30 Ιαν 2018

ΕΔΔΑ: J.R. και άλλοι κατά Ελλάδας: Κράτηση τριών Αφγανών υπηκόων στο κέντρο μεταναστών της ΒΙΑΛ στην Ελλάδα

Οι προσφεύγοντες  J.R., N.R. και A.R. είναι Αφγανοί υπήκοοι, οι δύο πρώτοι αδέρφια και ο τρίτος φίλος της N.R.

Στις 21 Μαρτίου 2016 οι τρεις προσφεύγοντες, μαζί με τα δύο παιδιά της N.R., ηλικίας 4 και 7 ετών, έφθασαν στη Χίο, όπου συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στο κέντρο VIAL (κέντρο υποδοχής, εργοστάσιο, γνωστό με το αρκτικόλεξο VIAL). Παρέμειναν στο κέντρο έως τον Σεπτέμβριο του 2016 (J.R.) και τον Νοέμβριο του 2016 (Ν.Κ. και Α.R.). Εν τω μεταξύ, είχαν αιτηθεί χορήγηση ασύλου.

Μεταξύ της 21ης Μαρτίου και του τέλους Απριλίου του 2016, μετά την έναρξη ισχύος της διακήρυξης ΕΕ - Τουρκίας (συμφωνία για την επιστροφή των παράνομων μεταναστών από την Ελλάδα στην Τουρκία), το κέντρο αντιμετώπισε μεγάλο αριθμό νέων αφίξεων, ανεβάζοντας τον αριθμό των φιλοξενουμένων σε πάνω από 2.000 - περισσότερο από το διπλάσιο της χωρητικότητας. Ο υπερπληθυσμός συνεπαγόταν κακές συνθήκες διαβίωσης, σύμφωνα με τους προσφεύγοντες και εν μέρει επιβεβαιώθηκε από εκθέσεις παρατηρητών από διάφορες οργανώσεις, όπως το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (CPT) και το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες: τα τρόφιμα ήταν ανεπαρκή, διαπιστώθηκε έλλειψη υγιεινής, η παροχή ύδατος παρουσίαζε συχνές διακοπές, ενώ η ιατρική περίθαλψη και η νομική βοήθεια ήταν περιορισμένες.

Επικαλούμενοι το άρθρο 5 § 1 (δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια), οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν για τους όρους και τη διάρκεια κράτησής τους στο κέντρο, τις οποίες έκριναν αυθαίρετες. Επίσης διαμαρτυρήθηκαν διότι δεν είχαν πληροφορίες σχετικά με τους λόγους κράτησης, ούτε στη μητρική τους γλώσσα ούτε σε άλλη γλώσσα, κατά παράβαση του Άρθρου 5 § 2 (δικαίωμα άμεσης ενημέρωσης για την κατηγορία). Υποστήριξαν ότι οι συνθήκες κράτησής τους στο κέντρο ΒΙΑΛ παραβίασαν επίσης το άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης). Τέλος, ο J.R. επικαλέστηκε το άρθρο 34 (δικαίωμα ατομικής προσφυγής), υποστηρίζοντας ότι το γεγονός πως κλήθηκε και ανακρίθηκε από την αστυνομία τον Οκτώβριο του 2016 σχετικά με την αίτησή του ενώπιον του Δικαστηρίου συνιστούσε προσπάθεια εκφοβισμού του και αποτροπής του να προσφύγει για την υπόθεσή του.

Η προσφυγή κατατέθηκε ενώπιον του ΕΔΔΑ στις 19 Απριλίου 2016.

Το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι στις 21 Απριλίου 2016 το κέντρο ΒΙΑΛ μετατράπηκε σε κέντρο ημιανοικτού χαρακτήρα και οι προσφεύγοντες είχαν την δυνατότητα να βγαίνουν έξω κατά τη διάρκεια της ημέρας. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κράτηση των προσφευγόντων στο κέντρο μεταξύ της 21ης Μαρτίου και της 21ης Απριλίου συνιστούσε στέρηση της ελευθερίας, αλλά μετά την ημερομηνία αυτή υφίσταντο μόνο ορισμένους περιορισμούς στην μετακίνηση.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπό κρίση υπόθεση ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 § 1 (στ) της ΕΣΔΑ. Οι προσφεύγοντες κρατήθηκαν με σκοπό την απέλαση τους, προκειμένου να αποτραπεί η παράνομη παραμονή τους στην Ελλάδα και να εντοπισθούν και να καταχωρηθούν στο πλαίσιο της εφαρμογής της «Διακήρυξης ΕΕ-Τουρκίας». Επισημάνθηκε ότι η στέρηση της ελευθερίας των προσφευγόντων βασίστηκε στο άρθρο 76 του Ν. 3386/2005 και είχε ως πρωταρχικό στόχο να εγγυηθεί τη δυνατότητα απομάκρυνσής τους. Κρίθηκε επίσης ότι η περίοδος κράτησης ενός μηνός δεν πρέπει να θεωρείται υπερβολική για τους σκοπούς των αναγκαίων διοικητικών διατυπώσεων. Τέλος, το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι οι προσφεύγοντες απελευθερώθηκαν ένα μήνα και δέκα ημέρες μετά από την εκδήλωση της επιθυμίας τους για την υποβολή αίτησης παροχής ασύλου.

Για τους λόγους αυτούς, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η κράτηση των προσφευγουσών δεν ήταν αυθαίρετη και, άρα, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως «παράνομη» κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο στ). Επομένως, δεν υπήρξε παράβαση αυτής της διάταξης.

Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι, ενώ οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να γνωρίζουν ότι είχαν εισέλθει παρανόμως στην Ελλάδα, ενδεχομένως δεν γνώριζαν ότι η περίπτωσή τους καλυπτόταν από την «Διακήρυξη ΕΕ-Τουρκίας» που υπεγράφη την ημέρα πριν από τη σύλληψή τους. Επεσήμανε ότι, ακόμη και αν είχαν λάβει σχετικό ενημερωτικό φυλλάδιο, όπως είχε δηλώσει η κυβέρνηση, το περιεχόμενό της δεν ήταν τέτοιο ώστε να τους παρέχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της σύλληψής τους ή τα ένδικα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους.

Επομένως, διαπιστώθηκε παραβίαση του Άρθρου 5 § 2 της ΕΣΔΑ.

Επίσης, το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως έλαβαν χώρα σε μια χρονική περίοδο, κατά την οποία παρατηρήθηκε εξαιρετική και απότομη αύξηση των μεταναστευτικών ροών στην Ελλάδα, γεγονός που προκάλεσε οργανωτικές, υλικοτεχνικές και διαρθρωτικές δυσκολίες. Επανέλαβε ότι, λόγω του απόλυτου χαρακτήρα του άρθρου 3, οι παράγοντες που συνδέονται με την αυξανόμενη εισροή μεταναστών δεν θα μπορούσαν να απαλλάξουν τα κράτη από τις υποχρεώσεις τους να διασφαλίσουν ότι όλα τα πρόσωπα που στερήθηκαν την ελευθερία τους βρίσκονταν σε συνθήκες συμβατές προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αρκετές δε ΜΚΟ που είχαν επισκεφθεί το κέντρο επιβεβαίωσαν ορισμένους από τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων σχετικά με τη γενική τους κατάσταση.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (CPT)  δεν ήταν ιδιαιτέρως επικριτική ως προς τις συνθήκες που επικρατούσαν στο κέντρο, ιδίως όσον αφορά τις πτυχές που θα μπορούσαν να αφορούν την κατάσταση των προσφευγόντων. Οι επικρίσεις του επικεντρώθηκαν κυρίως στην ιατρική περίθαλψη, την έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης και νομικής βοήθειας και την κακή ποιότητα του πόσιμου νερού και των τροφίμων. Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία προέκυπτε ότι τα προβλήματα αυτά δεν ήταν ικανά να θίξουν υπερβολικά τους προσφεύγοντες κατά την έννοια του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι η κράτηση των προσφευγόντων ήταν σύντομη, ανερχόμενη σε τριάντα ημέρες. Ως εκ τούτου, θεώρησε ότι δεν υπήρξε σοβαρή υπέρβαση των ορίων, ώστε να χαρακτηριστεί η κράτησή τους απάνθρωπη ή η μεταχείρισή τους εξευτελιστική. Επομένως, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι δεν ήταν καταρχήν σκόπιμο οι αρχές ενός εναγόμενου κράτους να έρχονται σε άμεση επαφή με έναν προσφεύγοντα σε σχέση με την υπόθεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου, αν και δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν μέτρο εκφοβισμού όλες οι έρευνες των αρχών σχετικά με μια εκκρεμούσα προσφυγή. Η κλήση και η ανάκριση στην οποία υποβλήθηκε ο J.R. αφορούσαν τη συγκέντρωση, για την προετοιμασία των παρατηρήσεων της κυβέρνησης ενώπιον του Δικαστηρίου, πληροφοριών σχετικά με την διαμονή των προσφευγόντων μετά την απομάκρυνσή τους από το κέντρο και την εκπροσώπησή τους. Κατά την άποψη του ΕΔΔΑ, τίποτα δεν υποδηλώνει ότι ο σκοπός της ανάκρισης ήταν να υποχρεωθούν οι προσφεύγοντες να αποσύρουν ή να τροποποιήσουν την προσφυγή τους ή να παρεμποδιστούν στην αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματός τους για ατομική προσφυγή, ούτε υπήρξε καμία ένδειξη ότι οδήγησε σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το εναγόμενο κράτος δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 34 της ΕΣΔΑ.

Η Ελλάδα υποχρεώθηκε στην καταβολή χρηματικού ποσού δίκαιης ικανοποίησης υπέρ των προσφευγόντων.

Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα γαλλικά είναι διαθέσιμο εδώ.