11 Σεπ 2019
Οι προσφεύγοντες, Γεώργιος Θεοδώρου και Σοφία Τσοτσορού, είναι Έλληνες υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1951 και το 1957 αντίστοιχα και κατοικούν στο Κορωπί (Ελλάδα). Το 1971 ο κ. Θεοδώρου παντρεύτηκε την Π.Τ., με την οποία απέκτησε μια κόρη. Το 2001 ο γάμος λύθηκε με απόφαση του αρμοδίου Δικαστηρίου, στην οποία επισημάνθηκε ότι οι διάδικοι ζούσαν χωριστά από το 1996. Το 2004 εκδόθηκε σχετικό πιστοποιητικό διαζυγίου. Το 2005 ο κ. Θεοδώρου παντρεύτηκε την αδελφή της Π.Τ. (Κυρία Τσοτσορού) με θρησκευτικό γάμο. Το επόμενο έτος η Π.Τ. προσέφυγε στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, προβάλλοντας ακυρότητα του γάμου αυτού λόγω συγγένειας εξ αγχιστείας μεταξύ των δύο συζύγων. Το 2010, το αρμόδιο δικαστήριο ακύρωσε το γάμο βάσει του άρθρου 1357 του ελληνικού Αστικού Κώδικα (Α.Κ.), το οποίο απαγορεύει, μεταξύ άλλων, τον γάμο μεταξύ προσώπων που συνδέονται με συγγένεια εξ αγχιστείας σε πλάγια γραμμή ως και τον τρίτο βαθμό. Στην απόφασή του, το δικαστήριο επεσήμανε ότι οι προσφεύγοντες ήταν εξ αγχιστείας συγγενείς δευτέρου βαθμού και ότι ο ελληνικός νόμος απαγόρευε τον γάμο τους για λόγους τήρησης της δημόσιας τάξης και σεβασμού του θεσμού της οικογένειας. Η έφεση των προσφευγόντων απορρίφθηκε και ο γάμος τους ακυρώθηκε οριστικά από τον Άρειο Πάγο στις 29 Ιουνίου 2015 μετά την απόρριψη της αναίρεσής τους επί νομικών ζητημάτων. Οι προσφεύγοντες επικαλέστηκαν το άρθρο 12 (δικαίωμα συνάψεως γάμου) της ΕΣΔΑ και η προσφυγή τους κατατέθηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 16 Νοεμβρίου 2015.
Πρώτον, μεταξύ των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης προέκυψε συναίνεση όσον αφορά την μη ύπαρξη κωλύματος για την τέλεση γάμου μεταξύ «πρώην» κουνιάδων. Μόνο δύο από τα κράτη μέλη (η Ιταλία και ο Άγιος Μαρίνος) είχαν εισαγάγει ένα τέτοιο κώλυμα στον γάμο, αλλά ακόμη και εκείνο το κώλυμα δεν ήταν απόλυτο. Το ΕΔΔΑ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία σε αυτή την ομοφωνία μεταξύ των κρατών μελών.
Δεύτερον, οι αιτούντες δεν αντιμετώπισαν κανένα εμπόδιο πριν από τη σύναψη του γάμου τους και οι εθνικές αρχές δεν διατύπωσαν σχετικές αντιρρήσεις. Επιπλέον, ο ελληνικός νόμος προβλέπει μια σειρά διαδικαστικών προϋποθέσεων πριν από τη σύναψη του γάμου. Ειδικότερα, τα άτομα που πρόκειται να παντρευτούν υποχρεούνται να ανακοινώνουν δημοσίως την πρόθεσή τους για την τέλεση του γάμου. Δεν είχαν διατυπωθεί αντιρρήσεις σχετικά με το γάμο των προσφευγόντων μετά τη δημοσίευση της σχετικής ανακοίνωσης. Η Π.Τ. δεν είχε καταγγείλει στην εισαγγελία το γάμο για διάστημα ενός χρόνου και πέντε μηνών, ενώ και ο εισαγγελέας υπέβαλε αίτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο για ακύρωσή του επτά μήνες αργότερα, ήτοι δύο χρόνια μετά την τέλεση του γάμου.
Τρίτον, οι αρμόδιες αρχές ήταν υποχρεωμένες να επαληθεύσουν τη συνδρομή των σχετικών όρων, ώστε να επιτραπεί η σύναψη ενός προβλεπόμενου γάμου και να εκδίδουν άδεια γάμου μόνον εφόσον πληρούνταν οι προϋποθέσεις αυτές. Στην παρούσα υπόθεση, οι αρμόδιες αρχές δεν εξέφρασαν καμία αμφιβολία πριν από την έκδοση της εν λόγω άδειας. Το ζήτημα της εγκυρότητας του γάμου τέθηκε μόνο μεταγενεστέρως και ενώ οι προσφεύγοντες απολάμβαναν τόσο τη νομική όσο και την κοινωνική αναγνώριση της σχέσεως που προέκυπτε από το γάμο τους, καθώς και την προστασία που παρέχονταν αποκλειστικά στα έγγαμα ζευγάρια για διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών.
Τέταρτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης σχετικά με τις «βιολογικές εκτιμήσεις» και τον κίνδυνο συγχύσεως, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα προβλήματα αυτά δεν προέκυψαν στην παρούσα υπόθεση. Δεν ήταν σαφές ποιες ακριβώς είναι αυτές οι βιολογικές εκτιμήσεις ή ο πρακτικός κίνδυνος συγχύσεως που εμποδίζουν το γάμο των προσφευγόντων, δεδομένου ότι εκείνοι δεν ήταν συγγενείς εξ αίματος και δεν είχαν μαζί τέκνα. Επιπλέον, αναφορικά προς το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι υπήρχε κοινωνική ανάγκη επικοινωνίας μεταξύ των μελών μιας οικογένειας και του εξωτερικού κόσμου, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η κυβέρνηση δεν είχε διευκρινίσει πώς η εν λόγω απαγόρευση θα μπορούσε να βοηθήσει ή να συμβάλλει στην επικοινωνία αυτή.
Πέμπτον, οι προσφεύγοντες στερούνταν επί του παρόντος όλα τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στα παντρεμένα ζευγάρια, τα οποία ωστόσο είχαν απολαύσει για δέκα χρόνια. Ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ακύρωση του γάμου των προσφευγόντων είχε περιορίσει δυσανάλογα το δικαίωμά τους να παντρευτούν και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να θίγεται ο ίδιος ο πυρήνας του δικαιώματος αυτού. Συνεπώς, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ.
Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα γαλλικά είναι διαθέσιμο εδώ.