11 Σεπ 2020
Σύμφωνα με το άρθρο 109 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, εκείνος που διατέλεσε διάδικος στη δίκη μπορεί με αίτησή του προς το δικαστήριο, να ζητήσει: τη διόρθωση της απόφασης που εκδόθηκε, αν σε αυτήν έχουν παρεισφρήσει λογιστικά ή γραφικά λάθη ή το διατακτικό της διατυπώθηκε ελλιπώς ή ανακριβώς. Στην κατά την προηγούμενη παράγραφο διόρθωση μπορεί να προβεί το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Η διαδικασία της αυτεπάγγελτης διόρθωσης δεν υπόκειται σε προθεσμία και κινείται με πράξη του προέδρου του συμβουλίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του εισηγητή δικαστή, με την οποία προσδιορίζονται τα λάθη και εισάγεται σε συμβούλιο, εφαρμοζομένης αναλόγως της διάταξης του άρθρου 126Α ΚΔΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ. 2, 3 ΚΔΔ, απόφαση με την οποία γίνεται η διόρθωση ή η ερμηνεία μνημονεύεται στο πρωτότυπο της αρχικής απόφασης και σημειώνεται στο βιβλίο δημοσίευσης των αποφάσεων, υπόκειται δε στα ένδικα μέσα που προβλέπονται για τη διορθούμενη ή ερμηνευόμενη. Στα αντίγραφα ή στα αποσπάσματα της διορθούμενης ή ερμηνευόμενης απόφασης πρέπει απαραιτήτως να σημειώνονται ο αριθμός και η χρονολογία δημοσίευσης της απόφασης που τη διορθώνει ή την ερμηνεύει. Με βάση τα ανωτέρω, η διόρθωση αποφάσεων του Δικαστηρίου γίνεται προς επανόρθωση φραστικών ή λεκτικών λαθών ή παραδρομών, είναι, δε, επιτρεπτή εφόσον δεν προστίθενται, ως συνέπεια της διόρθωσης αυτής, νέες διατάξεις στην απόφαση, δεν αλλοιώνεται η έννοιά της, ούτε επιδιώκεται η ανάπτυξη των σκέψεων του Δικαστηρίου.