11 Απρ 2024
Το αιτούν δικαστήριο, στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Powszechny Zakład Ubezpieczeń S.A. και της Volvia sp. z o.o., διερωτάται αν μια ασφαλιστική σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ επιχειρήσεων μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εμπορική συναλλαγή», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7, και αν, κατά συνέπεια, μια τέτοια σύμβαση εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Υπογραμμίζει συναφώς ότι η πολωνική νομολογία και θεωρία διίστανται όσον αφορά το ζήτημα της φύσης μιας ασφαλιστικής σύμβασης και, ειδικότερα, το ζήτημα αν τα ασφάλιστρα που καταβάλλει ο λήπτης της ασφάλισης συνιστούν ή όχι αντιπαροχή για παροχή του ασφαλιστή. Συγκεκριμένα, αντικείμενο της επίδικης υπόθεσης αποτελεί η εκ μέρους της Volvia καταβολή τόκων υπερημερίας λόγω καθυστέρησης πληρωμής των ασφαλίστρων που οφείλονταν σε εκτέλεση δύο συμβάσεων ασφάλισης αυτοκινήτων οχημάτων και κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης στην PZU όσον αφορά τα έξοδα για την είσπραξη της απαίτησής της. Αναφορικά με την έννοια των «εμπορικών συναλλαγών», κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, η υποχρέωση του λήπτη της ασφάλισης να καταβάλει το ασφάλιστρο δικαιολογείται, από οικονομικής άποψης, μόνον από την εξασφάλιση της αποζημίωσης που λαμβάνει ως αντιπαροχή από τον ασφαλιστή, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν η αποζημίωση δεν είναι ούτε άμεση ούτε βέβαιη, δεδομένου ότι η επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου αποτελεί τυχαίο γεγονός, το ασφάλιστρο που καταβάλλει ο ασφαλισμένος συνιστά την «οικονομική αντιπαροχή» της παροχής του ασφαλιστή η οποία έγκειται στην εξασφάλιση της αποζημίωσης του ασφαλισμένου, κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. Καταληκτικά, το ΔΕΕ απεφάνθη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, στην έννοια της «εμπορικής συναλλαγής» εμπίπτει ασφαλιστική σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει έναντι επιχείρησης την υποχρέωση να προβεί σε ορισμένη παροχή, σε περίπτωση επέλευσης ασφαλιστικού κινδύνου προβλεπόμενου στη σύμβαση αυτή, ενώ η επιχείρηση αναλαμβάνει έναντι του ασφαλιστή την υποχρέωση να καταβάλει το ασφάλιστρο. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/7 έχει την έννοια ότι στο πλαίσιο ασφαλιστικής σύμβασης ο ασφαλιστής εκπληρώνει τις συμβατικές και νομικές υποχρεώσεις του, με την παροχή και μόνον ασφαλιστικής κάλυψης στον αντισυμβαλλόμενο, και μάλιστα ανεξαρτήτως της καταβολής σε αυτόν αποζημίωσης σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου που καλύπτεται από την εν λόγω σύμβαση.