10 Ιουλ 2024
Με την υπό κρίση έφεση, ο εκκαλών Α... Π..., Δικηγόρος, ασφαλισμένος του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α.), ζήτησε την εξαφάνιση της οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 31.5.2019 αγωγή του. Με την τελευταία, ο ανωτέρω, στρεφόμενος κατά του Ε.Φ.Κ.Α., ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου ασφαλιστικού φορέα να του καταβάλει, κυρίως, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105-106 του ΕισΝ.Α.Κ., επικουρικώς δε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ποσό των …….. ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις ασφαλιστικές εισφορές, που ο ασφαλισμένος κατέβαλε, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 31.5.2019, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 39 του Ν. 4387/2016 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσας απόφασης του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Αλληλεγγύης, ως προς τις οποίες προέβαλε ότι αντίκεινται στα άρθρα 2 § 1, 4 § 1, 5 § 1, 25 § 1 και 17 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Το Σύνταγμα δεσμεύει (ά. 22 §5) τον κοινό νομοθέτη να αναθέτει την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση στο κράτος ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και παρέχει σ’ αυτόν ευρεία εξουσία για την εξειδίκευσή της (υποκείμενη σε περιορισμούς), με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, αναλόγως των εκάστοτε επικρατουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Εκτιμώντας τη φύση της ασφαλιστικής εισφοράς, όχι μόνο ως δημόσιου βάρους για την κάλυψη της δαπάνης της κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και ως ανταποδοτικής παροχής του ασφαλιζόμενου για την πρόσβαση σε ασφαλιστική κάλυψη κινδύνων, ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να την υπολογίζει στη βάση της εισφοροδοτικής ικανότητας, να καθορίζει το ύψος της σε επίπεδο που να διασφαλίζει μεν την επάρκεια των παροχών, χωρίς όμως να πλήττει το κατά την διάρκεια του εργασιακού βίου παραγόμενο εισόδημα υπέρμετρα σε σχέση προς τον σκοπό της διασφάλισης εισοδήματος μετά το πέρας του εργασιακού βίου. Με την υπ’ αριθμ. 1880/2019 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η ένταξη, με τις διατάξεις του Ν. 4387/2016, όλων των υφιστάμενων φορέων κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών και αγροτών σε ένα ενιαίο φορέα και η υπαγωγή των ασφαλισμένων τους σε παρεχόμενη από τον νέο φορέα ασφάλιση δεν αντίκεινται, κατ’ αρχήν, στο Σύνταγμα, ενώ η υπαγωγή στην ασφάλιση μισθωτών και μη μισθωτών, ήτοι κατηγοριών ασφαλισμένων με ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχόλησης και παραγωγής εισοδήματος, υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών, επιβάλλει τον έλεγχο της τήρησης από τον νομοθέτη της συνταγματικής αρχής της ισότητας, υπό την έννοια της ενιαίας μεταχείρισης προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες. Στην χρηματοδότηση της παροχής αυτής τόσο η ασφαλιζόμενη μισθωτή εργασία όσο και τα ασφαλιζόμενα επαγγέλματα συμβάλλουν με το ίδιο ποσοστό εισφοράς (20%) επί του εισοδήματος που παράγουν. Την παροχή, όμως, αυτή οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι (αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες) αποκτούν έχοντας καταβάλει το σύνολο της ως άνω εισφοράς επί του εισοδήματος που πραγματοποιούν από το επάγγελμά τους, ενώ οι μισθωτοί ασφαλισμένοι αποκτούν την ίδια παροχή έχοντας καταβάλει εισφορά 6,67% επί των αποδοχών τους από την εργασία τους, καθώς το υπόλοιπο της εισφοράς (13,33%) βαρύνει τους εργοδότες τους. Συνεπώς, οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι, μη έχοντες εργοδότη βαρυνόμενο με τμήμα της δικής τους εισφοράς, καταβάλλουν τριπλάσιο μέρος του εισοδήματός τους ως αντιπαροχή για την πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση και την απόληψη της ίδιας παροχής σε σχέση με τους μισθωτούς ασφαλισμένους και, μάλιστα, χωρίς το ύψος των καταβληθεισών εισφορών τους να συνδιαμορφώνει, όπως στο σύστημα καθορισμένων εισφορών, το ύψος της ασφαλιστικής παροχής. Συνεπώς, με την εν λόγω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε ότι οι ενιαίοι κανόνες ασφαλιστικών εισφορών έχουν ως συνέπεια την εκδήλως δυσμενή διάκριση των αυτοαπασχολούμενων, των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών έναντι των μισθωτών κατά την πρόσβασή τους στην κοινωνική ασφάλιση και την υπαγωγή τους στον ενιαίο ασφαλιστικό φορέα, η οποία καθιστά τις ρυθμίσεις των άρθρων 39 και 40 του Ν. 4387/2016, καθώς και του άρθρου 41 του ίδιου νόμου, καθ’ όσον αφορά τις εισφορές υγειονομικής περίθαλψης των αυτοαπασχολούμενων, των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών, αντίθετες στην συνταγματική αρχή της ισότητας. Δεδομένου ότι με την 1880/2019 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι διατάξεις της §1 των άρθρων 39 και 40 του Ν. 4387/2016, που αφορούν στον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών μισθωτών, αυτοπασχολούμενων ή ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών, υπαγόμενων σε ενιαίο φορέα ασφάλισης και του αναφερόμενου σε ασφαλιστικές εισφορές υγειονομικής περίθαλψης άρθρου 41 του Ν. 4387/2016, κρίθηκε ότι αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της ισότητας και ακυρώθηκε η κατ’ εξουσιοδότηση της §2 του ως άνω άρθρου 39 εκδοθείσα υπ’αριθμ.61502/3399/30.12.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το Δικαστήριο έκρινε τη θεμελίωση της ευθύνης του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ. προς αποζημίωση του ασφαλισμένου και έκανε δεκτή την έφεση.