Πρόσφατη νομολογία


10 Νοε 2025

ΔΕΕ C-80/24: Μη υποχρέωση εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση εκχώρησης απαίτησης

Το αιτούν δικαστήριο (Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο Βαρσοβίας) κατέθεσε στο ΔΕΕ αίτηση προδικαστικής απόφασης, στο πλαίσιο της δίκης «Zwrotybankowe.pl sp. z o.o. κατά Powszechna Kasa Oszczędności Bank Polski S.A.», με αντικείμενο την ερμηνεία του άρθρου 22 § 2 της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ, όπως επίσης και την ερμηνεία των άρθρων 6 § 1 και 7 § 1 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Η αίτηση προδικαστικής απόφασης σχετίζεται με την απαίτηση καταναλωτή να υποχρεώσει το αιτούν δικαστήριο την Τράπεζα «PKO Bank Polski» να της καταβάλει το ποσό των 4.537,45 πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 1.050 ευρώ), ένεκα κύρωσης προβλεπόμενης στον οικείο νόμο περί καταναλωτικής πίστης, ο οποίος ενεργοποιεί, αντίστοιχα, την Οδηγία 2008/48, για την παράβαση, εκ μέρους της συγκεκριμένης τράπεζας, των υποχρεώσεων ενημέρωσης που υπέχει από τον εν λόγω νόμο. Και τούτο, διότι η σύμβαση εκχώρησης ορίζει ότι, ως αντιπαροχή για την οικεία εκχώρηση, ο καταναλωτής λαμβάνει το 50 % του ποσού της κύριας απαίτησης που εισπράττεται από την εν λόγω τράπεζα. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η Οδηγία 2008/48 θεσπίσθηκε με τον διττό σκοπό της διασφάλισης υψηλού και ισοδύναμου επιπέδου προστασίας των συμφερόντων όλων των καταναλωτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της διευκόλυνσης της δημιουργίας αποτελεσματικής εσωτερικής αγοράς στον τομέα της καταναλωτικής πίστης. Η δε διάταξη του άρθρου 22 § 2 της Οδηγίας 2008/48 πρέπει να ερμηνευτεί υπό το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και των σκοπών που εξυπηρετεί, καθώς δεν διευκρινίζει τι πρέπει να νοείται ως παραίτηση από τα δικαιώματα που απονέμει στους καταναλωτές το εθνικό δίκαιο με το οποίο τίθεται σε εφαρμογή η εν λόγω οδηγία. Επισημαίνεται ότι η ερμηνεία διατάξεων τέτοιου περιεχομένου έχει ως γνώμονα τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, και, προκειμένου να κατοχυρώνεται η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος αποζημίωσης των συγκεκριμένων επιβατών, πρέπει να θεωρούνται μη επιτρεπτές όχι μόνον οι ρήτρες παρεκκλίσεως ή περιορισμού οι οποίες αφορούν άμεσα το ίδιο το δικαίωμα, αλλά και οι παρεκκλίσεις ή οι περιορισμοί που θέτουν, εις βάρος των επιβατών, όρια στον τρόπο άσκησής του σε σχέση με τις εφαρμοστέες νομικές διατάξεις. Συνεπώς, δεν επιτρέπεται να συμπεριλαμβάνεται σε σύμβαση μεταφοράς ρήτρα που απαγορεύει την εκχώρηση των δικαιωμάτων των οποίων απολαύει ο επιβάτης, δυνάμει του Κανονισμού 261/2004. Ως προς τον έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 93/13, τονίζεται ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διατάσσει αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή αποδείξεων, εφόσον τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που περιέχονται στη δικογραφία δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τον καταχρηστικό χαρακτήρα ορισμένων ρητρών οι οποίες, καίτοι δεν έχουν προσβληθεί από τον καταναλωτή, εντούτοις συνδέονται με το αντικείμενο της διαφοράς. Εξάλλου, όταν δεν ασκείται αποτελεσματικός έλεγχος του δυνητικά καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της οικείας σύμβασης, δεν εγγυάται ο σεβασμός των δικαιωμάτων που παρέχει η Οδηγία 93/13. Σημειώνεται ότι για την τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, η εφαρμογή εθνικής δικονομικής διάταξης δεν μπορεί να καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η Οδηγία 93/13. Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 22 § 2 της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία παρέχει σε καταναλωτή τη δυνατότητα να εκχωρήσει προς όφελος τρίτου, ο οποίος δεν είναι καταναλωτής, απαίτηση αντλούμενη από προσβολή δικαιώματος που του απονέμει η εθνική ρύθμιση περί μεταφοράς της Οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη. Τέλος, έκρινε ότι τα άρθρα 6 § 1 και 7 § 1 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ έχουν την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση εκχώρησης απαίτησης συναφθείσα από καταναλωτή, όταν η διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί μεταξύ της εταιρίας-εκδοχέα και ενός επαγγελματία δεν αφορά την εν λόγω σύμβαση εκχώρησης αλλά την απαίτηση του καταναλωτή έναντι του επαγγελματία.


Σύνδεσμος

ΔΕΕ της 9.10.2025, C-80/24, Αίτηση προδικαστικής απόφασης, Zwrotybankowe.pl sp. z o.o. κατά Powszechna Kasa Oszczędności Bank Polski S.A. - Πλήρες κείμενο »