2 Δεκ 2025
Το αιτούν δικαστήριο (Εφετείο Cluj, Ρουμανία) κατέθεσε στο ΔΕΕ αίτηση προδικαστικής απόφασης στο πλαίσιο της δίκης «Transilvania Master Insolv IPURL, υπό την ιδιότητα του συνδίκου πτώχευσης της Ecoserv SRL, κατά Direcţia Generală Regională a Finanţelor Publice Cluj, Administraţia Judeţeană a Finanţelor Publice Bistriţa-Năsăud, Serviciul Fiscal Orăşenesc Năsăud», με αντικείμενο τη την ερμηνεία του άρθρου 8 § 1, στοιχείο αʹ, σημείο i) της Οδηγίας 2008/118/ΕΚ, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, σε συνδυασμό με την § 2 του ίδιου άρθρου 8. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Ecoserv SRL, ρουμανικής εταιρείας που τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας και εκπροσωπείται από σύνδικο πτώχευσης, συγκεκριμένα την Transilvania Master Insolv IPURL, και, αφετέρου, της Direcția Generală Regională a Finanțelor Publice Cluj (γενικής περιφερειακής διεύθυνσης δημοσίων οικονομικών του Cluj, Ρουμανία), της Administrația Județeană a Finanțelor Publice Bistrița-Năsăud (διοίκησης δημοσίων οικονομικών της τοπικής περιφέρειας Bistriţa-Năsăud, Ρουμανία) και της Serviciul Fiscal Orășenesc Năsăud (φορολογικής υπηρεσίας της πόλης Năsăud, Ρουμανία), με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, το κύρος πράξης προσδιορισμού φόρου με την οποία καταλογίστηκε στην Ecoserv ειδικός φόρος κατανάλωσης, συνολικού ύψους 798.495 ρουμανικών λέι (RON), για ελλείπουσα ποσότητα αιθυλικής αλκοόλης. Σύμφωνα με το ΔΕΕ, εφόσον νομικό πρόσωπο όπως η Ecoserv στην υπόθεση της κύριας δίκης βρίσκεται σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη εγκεκριμένου αποθηκευτή, οφείλει να εκπληρώνει υποχρεώσεις παρόμοιες με εκείνες που υπέχει ένας τέτοιος εγκεκριμένος αποθηκευτής, μεταξύ άλλων και σε περίπτωση παράτυπης εξόδου προϊόντων από καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης, όπως αυτή στην οποία αναφέρεται το άρθρο άρθρου 8 § 1, στοιχείο αʹ, σημείο i) της Οδηγίας 2008/118. Το απαιτητό των ειδικών φόρων κατανάλωσης απορρέει άμεσα από την έξοδο των προϊόντων από ένα τέτοιο καθεστώς αναστολής, οπότε το νομικό πρόσωπο που ενεργεί ως εγκεκριμένος αποθηκευτής είναι υπόχρεο για την καταβολή τους. Περαιτέρω, η αρχή της εις ολόκληρον ευθύνης για την καταβολή των ειδικών φόρων κατανάλωσης μπορεί να συναχθεί τόσο από τη γενική οικονομία, και δη από το άρθρο 8, § 2 της ανωτέρω οδηγίας, όσο και από τον επιδιωκόμενο σκοπό της. Επιπλέον, η ευθύνη του εγκεκριμένου αποθηκευτή είναι αντικειμενικής φύσεως και οφείλεται στη συμμετοχή του σε οικονομική δραστηριότητα. Το γεγονός ότι άλλο πρόσωπο πλην του αποθηκευτή, όπως εν προκειμένω ο διευθύνων σύμβουλος της Ecoserv, ενήργησε ενδεχομένως προς δικό του συμφέρον και εις βάρος του αποθηκευτή ασκεί επιρροή μόνον από ποινικής απόψεως και όχι από φορολογικής. Πράγματι, το απαιτητό του ειδικού φόρου κατανάλωσης απορρέει άμεσα από την έξοδο των υποκείμενων σε τέτοιο φόρο προϊόντων από το καθεστώς αναστολής και, στην περίπτωση αυτή, το νομικό πρόσωπο που ενεργεί ως εγκεκριμένος αποθηκευτής είναι υπόχρεο για την καταβολή του. Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της Οδηγίας 2008/118, η ερμηνεία του άρθρου της 8 υπό την έννοια ότι ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να ενέχεται εις ολόκληρον ως συνοφειλέτης του ειδικού φόρου κατανάλωσης με, μεταξύ άλλων, άλλα πρόσωπα που συνδέονται με παράτυπη έξοδο υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων από καθεστώς αναστολής επιβεβαιώνεται επίσης από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας. Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες προκύπτει ότι η βούληση του ενωσιακού νομοθέτη ήταν να διευρυνθεί ο κύκλος των προσώπων που ενδέχεται να είναι υπόχρεα για την καταβολή των ειδικών φόρων κατανάλωσης σε περίπτωση παρατυπιών, ούτως ώστε να διασφαλίζεται στο μέτρο του δυνατού η είσπραξη των φόρων αυτών. Επιπλέον, το γεγονός ότι ποινικό δικαστήριο αναγνώρισε με απόφασή του, επί του αστικού σκέλους της υποθέσεως, ότι την ευθύνη για τη ζημία που υπέστη ο κρατικός προϋπολογισμός φέρει αποκλειστικώς φυσικό πρόσωπο το οποίο ήταν εκπρόσωπος του νομικού προσώπου που ενεργούσε ως εγκεκριμένος αποθηκευτής ουδεμία επιρροή ασκεί ως προς καθορισμό του υπόχρεου για την καταβολή των ειδικών φόρων κατανάλωσης. Και τούτο διότι το δεδικασμένο που απορρέει από μια τέτοια απόφαση δεν μπορεί, ελλείψει ταυτότητας αντικειμένου, να αποτελέσει εμπόδιο για την έκδοση και την εκτέλεση μιας σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο συναφούς αποφάσεως περί επιβολής ειδικού φόρου κατανάλωσης. Συνεπώς, το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 8 § 1 στοιχ. αʹ σημ. i) της Οδηγίας 2008/118/ΕΚ έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που νομικό πρόσωπο, προκειμένου να λάβει άδεια φορολογικού αποθηκευτή, παράγει αιθυλική αλκοόλη υπό καθεστώς αναστολής της καταβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης και, εν συνεχεία, διαπιστώνεται ότι ορισμένη ποσότητα της αλκοόλης λείπει από τα αποθέματά του, το νομικό αυτό πρόσωπο εμπίπτει στην έννοια του υπόχρεου για την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης κατά την ως άνω διάταξη. Επίσης, η ίδια ως άνω διάταξη, καθώς και η § 2 της ανωτέρω Οδηγίας έχουν την έννοια ότι το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει ποιος ή ποιοι είναι οι υπόχρεοι για την καταβολή ειδικών φόρων κατανάλωσης που κατέστησαν απαιτητοί κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, δεν δεσμεύεται από το διατακτικό αποφάσεως εκδοθείσας από ποινικό δικαστήριο επί της πολιτικής αγωγής, με το οποίο φυσικό πρόσωπο, έμμισθος υπάλληλος ή διαχειριστής νομικού προσώπου, καταδικάστηκε αμετάκλητα ως ο μόνος υπεύθυνος για τη ζημία που προκλήθηκε στον κρατικό προϋπολογισμό λόγω της υπεξαίρεσης ποσότητας αλκοόλης η οποία ήταν αποθηκευμένη στις εγκαταστάσεις του νομικού αυτού προσώπου υπό καθεστώς αναστολής της καταβολής των ειδικών φόρων κατανάλωσης.