20 Ιουν 2018
Σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (EK) 110/2008, σχετικά με τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αλκοολούχων ποτών, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη «έμμεσης εμπορικής χρήσεως» μιας καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως, πρέπει το επίμαχο στοιχείο να χρησιμοποιείται σε μορφή είτε πανομοιότυπη με την εν λόγω ένδειξη είτε παρόμοια από φωνητικής ή οπτικής απόψεως. Επομένως, δεν αρκεί να είναι το στοιχείο αυτό ικανό να προκαλέσει στο ενδιαφερόμενο κοινό οποιονδήποτε συνειρμό σχετικό με την ως άνω ένδειξη ή με την οικεία γεωγραφική περιοχή. Επίσης, για τη διαπίστωση της υπάρξεως «[υπαινιγμού]» μιας καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν ο μέσος Ευρωπαίος καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, έχοντας προ οφθαλμών την επίδικη ονομασία, ανακαλεί απευθείας στη μνήμη του, ως εικόνα αναφοράς, το εμπόρευμα το οποίο νομίμως φέρει την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη. Στο πλαίσιο της ως άνω εκτιμήσεως, το δικαστήριο αυτό, όταν δεν υφίσταται, πρώτον, καμία φωνητική ή οπτική ομοιότητα της επίδικης ονομασίας με την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη και όταν, δεύτερον, δεν περιλαμβάνεται μέρος έστω της ως άνω ενδείξεως στην ονομασία αυτή, πρέπει να λαμβάνει ενδεχομένως υπόψη την εννοιολογική συνάφεια μεταξύ της ανωτέρω ονομασίας και της ενδείξεως αυτής. Περαιτέρω, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη «[υπαινιγμού]» μιας καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως, δεν λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το επίμαχο στοιχείο και, ιδίως, το γεγονός ότι αυτό συνοδεύεται από διευκρίνιση σχετικά με την πραγματική καταγωγή του οικείου προϊόντος. Τέλος, για να εκτιμηθεί αν υφίσταται απαγορευόμενη «ψευδή[ς] ή παραπλανητική ένδειξη», δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται το επίμαχο στοιχείο.