25 Νοε 2025
Το αιτούν δικαστήριο (Εφετείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία) κατέθεσε στο ΔΕΕ αίτηση προδικαστικής απόφασης, στο πλαίσιο της δίκης «HZ (δικαστής υπηρετών στο πρωτοδικείο) κατά Tribunalul Galaţi», με αντικείμενο την ερμηνεία του άρθρου 19 § 1 εδ. β΄ ΣΕΕ, εξεταζόμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 2 ΣΕΕ, των σημείων 5 και 7 του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων, όπως επίσης και των άρθρων 3 και 5 έως 7 της Οδηγίας 2003/88/EK, η οποία αναφέρεται σε συγκεκριμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Η ένδικη διαφορά σχετίζεται με την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης για τις ώρες εργασίας που είχε πραγματοποιήσει ο HZ λόγω των πρόσθετων καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί από το 2019, και, ειδικότερα, όχι μόνον ως προς τη δική του θέση, αλλά και, εν μέρει, καθήκοντα που αντιστοιχούν σε κενές θέσεις και έχουν κατανεμηθεί μεταξύ των πράγματι εν ενεργεία τελούντων δικαστών του οικείου δικαστηρίου. Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο χαρακτηρισμός της εργασίας ως υπερωριακής πρέπει να γίνεται με βάση τον πραγματικό φόρτο εργασίας σε δεδομένη χρονική στιγμή, και όχι μόνο με βάση το ποσοστό πλήρωσης των θέσεων. Επισημαίνεται ότι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των ασκούμενων στο πλαίσιο του δικαστικού λειτουργήματος καθηκόντων, ο οποίος συνδέεται στενά με το καθεστώς του δικαστικού λειτουργού, μπορεί να εμποδίζει την ακριβή μέτρηση του χρόνου εργασίας των δικαστών από απόψεως κανονικού ωραρίου και υπερωριών. Μάλιστα, η δικαστική εξέταση των υποθέσεων μπορεί να υπόκειται σε υποχρεωτικές εκ του νόμου προθεσμίες ή να ανάγεται στη διεξαγωγή επείγουσας διαδικασίας, ιδίως διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, και πρέπει γενικώς να ανταποκρίνεται στην επιταγή της έκδοσης απόφασης εντός εύλογης προθεσμίας, περιστάσεις που απαιτούν στο σύνολό τους σε τακτική βάση την άσκηση καθηκόντων εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας. Οι κανόνες της εκάστοτε εθνικής έννομης τάξης σχετικά με τις αποδοχές των δικαστών δεν πρέπει να προκαλούν εύλογες αμφιβολίες στους πολίτες ως προς το ανεπηρέαστο των δικαστών έναντι εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων. Η δε καταβολή στους δικαστές αποδοχών ανάλογων με τη σπουδαιότητα του λειτουργήματός τους αποτελεί εγγύηση συμφυή με την ανεξαρτησία τους. Ο πρόσθετος φόρτος εργασίας με τον οποίον επιβαρύνεται ένας δικαστής, λόγω του ότι ασκεί καθήκοντα που αντιστοιχούν σε κενή θέση δικαστή ενός δικαστηρίου, δεν ανταμείβεται με χρηματική αμοιβή, αλλά με τη χορήγηση αντισταθμιστικού χρόνου ανάπαυσης, ένα τέτοιο μέτρο παρέκκλισης πρέπει να πληροί ορισμένο αριθμό απαιτήσεων ούτως ώστε να συμμορφώνεται προς την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών. Το ΔΕΕ στην κρινόμενη αίτηση προδικαστικής απόφασης κατέληξε στην κρίση ότι το άρθρο 19 § 1 εδ. β΄ ΣΕΕ, εξεταζόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 2 ΣΕΕ και του σημείου 5 του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων, έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, προβλέποντας μόνον τη χορήγηση αντισταθμιστικού χρόνου ανάπαυσης έναντι του χρόνου εργασίας που αφιερώνει ένας δικαστής για την εκτέλεση καθηκόντων που αντιστοιχούν σε κενή θέση του δικαστηρίου στο οποίο αυτός υπηρετεί, επιπλέον εκείνων που τον βαρύνουν στο πλαίσιο της θέσης που κατέχει, αποκλείει οποιαδήποτε χρηματική αποζημίωση για την εργασία που παρέχεται για την εκτέλεση των πρόσθετων αυτών καθηκόντων, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω δικαστής μπορεί πράγματι να χρησιμοποιήσει τον αντισταθμιστικό χρόνο ανάπαυσης που έχει συγκεντρώσει και ότι η νομοθεσία αυτή δεν έχει ως αποτέλεσμα να θίγεται η αντιστοιχία μεταξύ των αποδοχών του και της σπουδαιότητας του λειτουργήματος που επιτελεί.