Πρόσφατη νομολογία


6 Νοε 2020

ΔΕΕ C-105/19: Απόρριψη προδικαστικού ερωτήματος ως αόριστου ελλείψει στοιχείων σχετικών με το εφαρμοστέο δίκαιο & τους λόγους υποβολής του

Στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, μόνο στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο εκδικάζει τη διαφορά και πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως, απόκειται να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της υπό κρίση υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να είναι σε θέση να εκδώσει την απόφασή του όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Εντούτοις, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το Δικαστήριο πρέπει να ερευνά τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από τον εθνικό δικαστή, προκειμένου να ελέγξει κατά πόσον είναι αρμόδιο να απαντήσει. Επομένως, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα το οποίο υποβλήθηκε από εθνικό δικαστήριο όταν προδήλως προκύπτει, ιδίως, ότι το πρόβλημα είναι υποθετικό ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα αναγκαία πραγματικά και νομικά στοιχεία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν. Περαιτέρω, η ανάγκη να δοθεί ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που να είναι χρήσιμη για τον εθνικό δικαστή απαιτεί να ορίσει αυτός το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να εξηγήσει τις πραγματικές περιστάσεις στις οποίες στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά. Η απόφαση περί παραπομπής πρέπει επιπλέον να εκθέτει τους συγκεκριμένους λόγους που οδήγησαν τον εθνικό δικαστή να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και να θεωρήσει αναγκαία την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο, αφενός μεν, διατυπώνει τα ερωτήματά του κατά τρόπο αόριστο, χωρίς να παραθέτει στοιχεία σχετικά με την εμβέλεια των λοιπών λόγων της ανακόπτουσας, την επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση ή τον δυνητικά καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών που περιλαμβάνονται στην εν λόγω σύμβαση. Αφετέρου δε, δεν παρέχει τα σχετικά με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο στοιχεία ή τα αφορώντα τους λόγους που το οδήγησαν να θεωρήσει ότι τα συγκεκριμένα ερωτήματα ήταν αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του. Πράγματι, προς δικαιολόγηση της αναγκαιότητας της αιτήσεώς του προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο περιορίζεται σε γενικές εκτιμήσεις σχετικές με τα άρθρα 19 ΣΕΕ και 267 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι προδήλως απαράδεκτη.


Σύνδεσμος

ΔΕΕ της 23.5.2019, C-105/19, Τράπεζα Πειραιώς (έκτο τμήμα), σε: Αρμ 8/2019, σχόλιο: Δ. Λέντζης »