4 Απρ 2023
Το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, κατ’ άρθρ. 25 του Νόμου 1882/1990, είναι ένα ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση αναφέρεται στα δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται, χωρίς να υφίστανται στοιχεία εξακολουθητικής, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης. Καθόσον όμως πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του οικείου πίνακα χρεών. Ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπολοίπων χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος.
Σύμφωνα με το άρθρο 469 του νέου ΠΚ, που ισχύει από 1.7.2019, για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω αδικήματος δεν υπολογίζονται τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Η τροποποίηση αυτή θεσπίστηκε, σύμφωνα με τη σχετική αιτιολογική έκθεση, για να θεραπευθεί το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων. Τέτοια αποκλειόμενα χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του ΚΦΔιαδ, μεταξύ άλλων, είναι τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής του φόρου εισοδήματος, όπως το τέλος επιτηδεύματος, του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή του ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), από την απόκρυψη φορολογητέων εισοδημάτων κ.α.. Η μη καταβολή των χρεών αυτών στο Δημόσιο έχει καταστεί ανέγκλητη (ΑΠ 389/2020). Η ρύθμιση αυτή είναι βεβαίως ευμενέστερη από την μέχρι τούδε ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση και, συνεπώς, τυγχάνει εφαρμοστέα και για πράξεις προγενέστερες.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 501 του ΚΠοινΔ, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανιστεί, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Ωστόσο, όταν η έφεση έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως και συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης ή κήρυξης αυτής απαράδεκτης κατ’ άρθρ. 368 στοιχ. β, γ, ή η πράξη έχει καταστεί ανέγκλητη, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να κάνει δεκτή την έφεση, παρά την απουσία του εκκαλούντος και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, ή να κηρύξει αθώο τον κατηγορούμενο.
Στην προκειμένη περίπτωση στον πίνακα χρεών περιλαμβάνονταν οφειλές από μη αποδοθέντα τέλη χαρτοσήμου, ΦΠΑ, κα φόρο εισοδήματος, η μη καταβολή των οποίων τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΔιαδ και, συνακόλουθα, αυτές δεν συνυπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης για χρέη προς το Δημόσιο, ενώ η μη καταβολή τους έχει καταστεί ανέγκλητη. Κατόπιν όμως της αφαίρεσης των χρεών αυτών από τον οικείο πίνακα, τα εναπομείναντα χρέη που υπολογίζονται για τη θεμελίωση του αδικήματος του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990, δεν υπερβαίνουν το ποσό των 100.000,00 ευρώ συνολικά και, συνεπώς, δεν θεμελιώνεται η αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για την τέλεση της οποίας είχαν πρωτοδίκως κηρυχθεί ένοχοι οι αναιρεσείοντες.
Τέλος, όπως έκρινε ο Άρειος Πάγος, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο έσφαλε απορρίπτοντας τις εφέσεις ως ανυποστήρικτες, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 501 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, να ερευνήσει το παραδεκτό των εφέσεων και να κηρύξει αθώους του κατηγορούμενους της πράξης της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, που είχε καταστεί ανέγκλητη κατά τα ως άνω.