30 Οκτ 2020
Ορθώς απέρριψε το δικαστήριο της ουσίας την ένσταση περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, το οποίο περιείχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία που ορίζει ο νόμος. Το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της πράξης, όπως αυτά προβλέπονται στην οικεία διάταξη, χωρίς όμως να απαιτείται η αναφορά περιστατικών και στοιχείων που προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά μιας αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης, με την οποία το κλητήριο θέσπισμα, ως εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, δεν ταυτίζεται. Εν προκειμένω, η ανακρίβεια ως προς το ποσό της εκδοθείσας επιταγής (το οποίο αναφερόταν σε ευρώ αντί δολάρια), δεν δημιουργεί ακυρότητα, δεδομένου ότι αναφερόταν ο αριθμός της επιταγής, ενώ το ακριβές ποσό θα προέκυπτε κατά την αποδεικτική διαδικασία. Ομοίως, οι ελλείψεις ως προς το δεύτερο όνομα και το πατρώνυμο του κατηγορουμένου δεν οδήγησε σε παραβίαση των δικαιωμάτων του, αφού με τα ίδια στοιχεία δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο και ουδέποτε προέκυψε αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του.
Αρμόδιο κατά τόπο είναι και το Δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου τελέσθηκε ένας από τους σωρευτικά αναφερόμενους τρόπους του μικτού εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο τόπος, ο οποίος αναγράφεται στην επιταγή ως τόπος εκδόσεως και πληρωμής αυτής. Εν προκειμένω, η πράξη δεν είναι ναυτική διαφορά, καίτοι η επιταγή εκδόθηκε στο πλαίσιο σχετικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς η έκδοση ακάλυπτης επιταγής είναι έγκλημα τυπικό και ο τόπος τέλεσης του αδικήματος είναι ο τόπος έκδοσης αυτής.
Επισημαίνεται πάντως ότι, η κατά τόπο αναρμοδιότητα του δικαστηρίου, αν δεν προταθεί από κάποιο διάδικο ή τον Εισαγγελέα ή δεν γίνει αντιληπτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, καλύπτεται και δεν μπορεί να προταθεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Αν ο κατηγορούμενος καταδικαστεί ερήμην, πρέπει να προβάλει την αναρμοδιότητα με ειδικό λόγο έφεσης, άλλως αυτή πάλι καλύπτεται.