28 Ιουν 2023
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη απόφασή του, είχε κρίνει κατά πλειοψηφία αθώους τους κατηγορούμενους για την κατ’ εξακολούθηση χρήση σταθμού εκπομπής ραδιοσήματος που χρησιμοποιείται για την εκπομπή ή και λήψη ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας, χωρίς άδεια της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ. Τ) (άρθρο 37 Ν. 4635/30.10.2019), κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2016 έως 21.6.2017.
Ειδικότερα, το δικαστήριο της ουσίας είχε κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, άλλως δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη δόλου των κατηγορουμένων πέραν πάσης αμφιβολίας. Την κρίση αυτή θεμελίωσε στο γεγονός ότι δεν είχε ανακληθεί η άδεια εκπομπής που τους είχε χορηγηθεί με την υπ’ αριθμ. 604/2008 Απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, για δυνητικά παράλληλη με την αναλογική ψηφιακή εκπομπή, κατά το μεταβατικό στάδιο και μέχρι την ανάδειξη του υπερθεματιστή.
Παράλληλα, το ίδιο Δικαστήριο δέχτηκε ότι, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και την ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, ήδη από την 21.11.2014 και εντεύθεν, είχε παύσει η εκπομπή αναλογικού σήματος. Ενώ, κάθε εκπομπή ψηφιακού τηλεοπτικού σήματος, ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, που κατά την μεταβατική περίοδο μετέδιδαν ψηφιακά τα προγράμματά τους μέσω περιφερειακών παρόχων δικτύου, προκειμένου το πρόγραμμα τους να συνεχίσει να μεταδίδεται ψηφιακά, όφειλαν να συμβληθούν με την αποκλειστική πάροχο δικτύου ανώνυμη εταιρία που είχε ήδη πλέον υπερθεματίσει στον σχετικό διαγωνισμό.
Μάλιστα το δικαστήριο επεσήμανε ότι, ο άμεσος αυτός έλεγχος του Κράτους, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας.
Ενώ δηλαδή το δικαστήριο ανέγνωσε στο ακροατήριό του την απόφαση του ΕΣΡ που αφορούσε το μεταβατικό στάδιο έως την ανάδειξη υπερθεματιστή και ενώ δέχτηκε ότι οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν να συμβληθούν με την κατόπιν μοναδική αναδειχθείσα πάροχο, εντελώς αντιφατικά θεώρησε την απόφαση του ΕΣΡ ως το καθοριστικό στοιχείο αναφορικά με την ανυπαρξία του δόλου.
Η απόφαση αυτή του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κρίθηκε αναιρετέα, καθώς δεν διέλαβε την επιβαλλόμενη κατ' άρθ. 93 § 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία παρίσταται ελλιπής, με ασάφειες και λογικά κενά.