Πρόσφατη νομολογία


13 Μαΐ 2022

ΑΠ 199/2022 Τμ.Ε: Καταδολίευση δανειστών, άμεση συνέργεια σε αυτήν. Έλλειψη αιτιολογίας. Παράλειψη εφαρμογής των επιεικέστερων διατάξεων 47 & 397 του νέου ΠΚ

Δεκτή η αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κυπαρισσίας, των πρωτοδίκως καταδικασθέντων για την πράξη της καταδολίευσης δανειστών και της άμεσης συνέργειας σε αυτή. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού δεν αναφέρθηκε στα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την υπόσταση της νέας διάταξης του άρθρου 397 του νέου ΠΚ παρ. 2, την οποία όφειλε να εφαρμόσει ως επιεικέστερη.

Εν προκειμένω, η πρώτη κατηγορουμένη κρίθηκε ένοχη για την πράξη της καταδολίευσης δανειστών, καθώς φέρεται ότι απαλλοτρίωσε περιουσιακά στοιχεία χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα. Ειδικότερα, σύναψε σύμβαση ενεχύρου για κινητά περιουσιακά στοιχεία της οφειλέτριας εταιρείας, ματαιώνοντας ολικά την ικανοποίηση της δανείστριάς της. Η πράξη αυτή, ωστόσο, υπάγεται πλέον στην παρ. 2 του άρθρου 397 του νέου ΠΚ, που θέτει επιπλέον προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της καταδολίευσης. Συνεπώς, όφειλε το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τη νέα διάταξη, να παραθέσει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τα απαιτούμενα πρόσθετα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης. Συγκεκριμένα, δεν γίνεται καμία αναφορά ως προς το αν η απαίτηση της εγκαλούσας ήταν βέβαιη και εκκαθαρισμένη, ούτε αν η σύμβαση ενεχύρασης καταρτίστηκε ενόψει της επικείμενης εκπλήρωσης της υποχρέωσης της οφειλέτριας εταιρείας προς την εγκαλούσα. Εξάλλου, δεν προσδιορίζεται η αξία των ενεχυρασθέντων κινητών περιουσιακών στοιχείων, ούτε της ακίνητης περιουσίας της οφειλέτριας εταιρείας, ώστε να προκύπτει η ολική ή μερική ματαίωση της αξίωσης της εγκαλούσας και να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος.

Ομοίως ως προς τον δεύτερο κατηγορούμενο για άμεση συνέργεια στην ως άνω πράξη, το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ως όφειλε τη διάταξη του νέου άρθρου 47 του ΠΚ που ήταν φανερά επιεικέστερη γι’ αυτόν, αλλά την καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. β’, όπως καταδεικνύεται από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης. Έτσι, σύμφωνα με τη νέα διάταξη, στον συνεργό επιβάλλεται καταρχήν μειωμένη ποινή για όλες τις μορφές της συνέργειας στο έγκλημα, είτε προσφέρεται κατά είτε πριν από την τέλεση της πράξης. Με τον τρόπο αυτό επιχειρείται να καταγραφεί ως κανόνας ότι το άδικο και η ενοχή του συνεργού είναι μικρότερης έντασης έναντι εκείνων του φυσικού αυτουργού. Μόνο κατ’ εξαίρεση και υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί το δικαστήριο να επιβάλει στον συνεργό πλήρη ποινή.

Για τους λόγους αυτούς ο Άρειος Πάγος δέχτηκε την αναίρεση και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα συζήτηση στο Δικαστήριο της ουσίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως παρατηρεί ο Άρειος Πάγος, το άρθρο 397 ανήκε στο 24ο  κεφάλαιο του παλαιού Ποινικού Κώδικα, όπου προβλέπονταν πράξεις κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων. Κατά την άποψη των συντακτών του παλαιού κώδικα, η περιουσία δεν συμπίπτει εννοιολογικά πλήρως προς την ιδιοκτησία, η οποία προστατευόταν με τις διατάξεις του αμέσως προηγούμενου (23ου) κεφαλαίου. Στην προστατευτέα περιουσία περιλαμβάνονταν μόνο τα αγαθά που δεν αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη. Αντίθετα, με τον νέο ΠΚ ενοποιήθηκαν το 23ο και 24ο κεφάλαιο προκειμένου, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση, «να είναι σαφές ότι ιδιοκτησία και περιουσία αποτελούν τις δύο όψεις ενός έννομου αγαθού». 


Σύνδεσμος

ΑΠ (Ποιν.) 199/2022 Τμ.Ε - Πλήρες κείμενο »